Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Ποια δημοκρατία ;


Είναι ορισμένα πράγματα που πρέπει να ξεκαθαριστούν από την αρχή. Πρώτα το καθεστώς που σήμερα έχει όλος ο δυτικός κόσμος και ακούει στο όνομα κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν είναι κατά κανένα τρόπο με αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημοκρατία. Στον σημερινό δυτικό κόσμο δεν υπάρχει η δυνατότητα να παίρνει αποφάσεις ο δήμος δηλαδή ο λαός. Αντί για αυτό έχουμε να κυβερνά μια αριστοκρατία. Τυπικά το κριτήριο για την επιλογή των αρίστων είναι η γνώμη των πολλών. Όντως ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια.
Με τον όρο δημοκρατία συχνά εννοούμε και τις όποιες ελευθερίες απολαμβάνουμε σαν πολίτες. Είναι όμως γνωστά όλα αυτά και ουδόλως θα ήθελα να εναντιωθώ ούτε στο ελάχιστο με τις ελευθερίες που απορρέουν από αυτή την έννοια της δημοκρατίας. Τίποτε δεν είναι ποιο λάθος από την μονοπώληση της αλήθειας από τους «φωτισμένους σωτήρες» του κόσμου. Τα δεινά που προκάλεσαν στον κόσμο μας είναι τόσο πολλά που δεν μας παίρνει για άλλα τέτοια πειράματα.
Αυτό που θέλω να θέσω για συζήτηση είναι τα δόγματα που δεχόμαστε σήμερα και που ουσιαστικά έχουν γίνει εργαλεία στα χέρια των καταχραστών της εξουσίας. Πρόκειται για αρχές που δεν τις συζητάμε και αν κάποιος προσπαθήσει να τις θέσει υπό αμφιβολία κινδυνεύει να κατηγορηθεί για φασίστας ή κάτι τέτοιο.
Το πρώτο δόγμα που δεχόμαστε όλοι είναι η αρχή της πλειοψηφίας. Το κριτήριο ορθότητας μιας επιλογής είναι το τι θέλουν οι πολλοί. Στη δική μας δημοκρατία η επιλογή είναι μόνο για το ποιος θα μας κυβερνήσει. Αναρωτιέμαι, κοιτάζοντας την ιστορία των λαών αλλά και της επιστήμης, αν πολλές φορές η σωστή άποψη ήταν κτήμα των πολλών. Τα πλήθη στην Γερμανία που ζητωκραύγαζαν υπέρ του Χίτλερ ή στην Ιταλία υπέρ του Μουσολίνι νόμιζαν ότι αυτό ήταν το σωστό και το καλό της ανθρωπότητας. Προσπαθώ να φέρω στο νου μου την σκηνή της δολοφονίας του Μπρούνο όταν καταδικασμένος από την ιερά εξέταση οδηγιόταν στην πυρρά και εκεί το πλήθος θα χειροκροτούσε νομίζω. Το έγκλημά του ήταν η προσπάθεια για επιστημονική σκέψη. Θα ήθελα πολύ να ξέρω την γνώμη των δυτικών, των ανθρώπων με την τύχη να βρίσκονται σε μια χώρα που καταναλώνει περισσότερο από ότι σηκώνει ο πλανήτης μας για έναν περιορισμό της κατανάλωσης κατά 80 %. Αν γινόταν μια ψηφοφορία γι αυτό τι άραγε θα ψήφιζαν και τι θα έλεγαν οι άνθρωποι του τρίτου κόσμου για αυτό. Ας το θέσω λίγο διαφορετικά. Τι θα ψήφιζαν οι πολλοί αν τους δινόταν η δυνατότητα να διπλασιάσουν την κατανάλωση και τα λεφτά τους φυσικά παρότι αυτό όλοι ξέρουν ότι αυτό θα οδηγούσε στην καταστροφή του πλανήτη; Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι η πλειοψηφία σχεδόν πάντα δεν έχει ούτε την θέληση ούτε την ικανότητα να βρει την αλήθεια.
Εδώ υπάρχει το επιχείρημα της ωριμότητας. Πολλοί λένε ότι η πλειονότητα του κόσμου θα πρέπει να ωριμάσει και αυτό θα γίνει με τις διαδοχικές αποτυχίες. Σε κάποια χρόνια (χιλιάδες ίσως) ο λαός με το «αλάνθαστο κριτήριο» θα γίνει ποιο έξυπνος και ποιο ικανός να διαλέξει το σωστό. Δεν ξέρω αν και αμφιβάλλω αν αυτό γίνει ποτέ αλλά νομίζω ότι μέχρι τότε δεν θα υπάρχει κόσμος. Η ατομικιστική θέληση των πολλών θα τον έχει καταστρέψει. Εδώ συνήθως υπάρχει το επιχείρημα της που λέει ότι τα πράγματα θα αλλάξουν με την παιδεία. Ίσως να υπήρχε μια τέτοια θεωρητική πιθανότητα αλλά τι κάνουμε εμείς γι αυτό; Ο φορέας της παιδείας σήμερα τι κάνει; Το μεγαλύτερο μέρος της παιδείας το παίρνουμε από την τηλεόραση ή οποία μας προσφέρει αυτό ακριβώς που πηγαίνει την μόρφωση του κόσμου πίσω. Δεν χρειάζεται νομίζω επιχειρήματα για αυτή την θέση μια που τα προγράμματα διαλέγονται με το κριτήριο της αποδοχής από τους πολλούς όταν δεν επιλέγονται από την εξουσία που έχει κάθε λόγο να θέλει τον κόσμο αμόρφωτο.
Ποιος είναι ο λόγος που όλοι είναι τόσο εύκολα διατεθειμένοι να αποδεχτούν αυτό το δόγμα ή την αρχή της πλειοψηφίας; Όλοι έχουμε γνώμη και όλοι θέλουν να νομίζουν ότι περνάει κιόλας. Ποιο θα ήταν καλύτερο άλλοθι για την ψευδαίσθηση της συμμετοχής στα κοινά από την γενική και καθολική ψηφοφορία; Ακόμη μια από κοινού απόφαση έχει το μεγάλο πλεονέκτημα του περιορισμού της ευθύνης. Όταν βλέπω τον διπλανό μου να ψηφίζει το ίδιο με μένα, τότε πείθομαι ότι δεν κάνω λάθος αλλά δεν ξέρω ότι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που κάνουμε όλοι μαζί το ίδιο λάθος.
Η αλήθεια είναι ότι μου δίνουν το δικαίωμα να ρίχνω την ψήφο μου μυστικά και φοβισμένα πίσω από το παραβάν λες και δεν μπορώ να πάρω την ευθύνη της άποψης μου. Πηγαίνοντας προς το εκλογικό κέντρο αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω να πω κάτι που να ακουστεί παραπέρα με την μόνη δυνατότητα να διαλέξω ανάμεσα σε ένα πακέτο χαρτιά που έχουν ονόματα άγνωστα (ευτυχώς)σε μένα. Και αν θα ήθελα να πω ότι με ενδιαφέρει να με κυβερνήσει ένας τίμιος και χαμηλού προφίλ άνθρωπος πως θα το εκφράσω; Πώς θα διαλέξω ένα άνθρωπο που ενδιαφέρεται να δουλέψει περισσότερο από ότι τον ενδιαφέρει η προσωπική του προβολή; Μέσα στην αγωνία μου και με διάφορες σκέψεις ρίχνω με τα πολλά ένα ψηφοδέλτιο στην κάλπη. Την μεγάλη απογοήτευση την παίρνω όταν ακούω το βράδυ των εκλογών της αναλύσεις της πρόθεσής μου. Αναρωτιέμαι αν θέλουν τον πρόθεση μου γιατί δεν με ρωτούν;
Το μεγαλύτερο όμως όπλο της εξουσίας στην δημοκρατία μας είναι η διαχείριση της είδησης. Μια είδηση κατάλληλα σερβιρισμένη στην καλύτερη των περιπτώσεων λίγο παραπάνω τονισμένη ή αποδυναμωμένη καταλήγει να είναι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει τον τρόπο που σκέπτονται οι περισσότεροι των πολιτών. Σήμερα δεν υπάρχει λογοκρισία , ο καθένας λέει ότι θέλει, όμως όλοι σκέπτονται όπως θέλουν αυτοί που έχουν τα μέσα. Δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρα κράτη εμφανίζονται να πιστεύουν σε παραλογισμούς και αυτό γιατί η πληροφορία που έφτασε στον λαό ήταν διαστρεβλωμένη. Τα εγχειρίδια της ιστορίας που διδάσκονται τα παιδιά όλου του κόσμου δείχνουν καθαρά τι θέλω να πω. Ξέρω ότι εδώ υπάρχουν αντιδράσεις αλλά αυτοί που αντιδρούν απλά επιβεβαιώνουν αυτό ακριβώς το γεγονός
Το αποτέλεσμα όλων που ανέφερα παραπάνω είναι ότι στον δυτικό κόσμο έχουμε δημοκρατία που ουσιαστικά είναι αριστοκρατία με κριτήριο επιλογής των αρίστων την γνώμη των πολλών (και κακώς πληροφορημένων) Ουσιαστικά μας δίνει για διαχειριστές της εξουσίας αυτούς που καταφέρνουν να εξαπατήσουν καλυτέρα τους ψηφοφόρους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διάφοροι κρατούντες τις τύχες του κόσμου θέλουν να υπάρχει παντού μια δημοκρατία δυτικού τύπου. Αυτό θέλουμε;

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

Ιδεολογίες: Αυτή η κατάρα

Είναι δυο νέοι, δύο υπέροχα παιδιά. Η ζωή είναι όλη δική τους, να χαρούν να ερωτευτούν, να δημιουργήσουν, να ομορφαίνουν τον κόσμο μας. Ο ένας είναι στην σε μια μικρή πόλη των ΗΠΑ και ο άλλος σ ένα χωριό έξω από τη Βαγδάτη. Ο Αμερικάνος περήφανος αγκαλιάζει την μάνα του και πηγαίνει να παρουσιαστεί στο στρατόπεδο του. Θέλει βοηθήσει την πατρίδα του και τον κόσμο στον αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία. Ξέρει ότι κάνει το σωστό! Η εκπαίδευση του είναι τέλεια και το ηθικόν του «ακμαιότατο». Το άλλο το παλικάρι μόλις έχει βγει από το τζαμί. Ο Αλλάχ είναι μαζί του. Η ψυχή του είναι γεμάτη από τον Θεό του και την ελπίδα του για τον παράδεισο. Ο πόθος του είναι να διώξει τον διάβολο από την χώρα του. Ξέρει ότι θέλει το σωστό! Η εκπαίδευση του τέλεια και ποθεί να γίνει μάρτυρας.
Ένα μήνα αργότερα είναι δυο ξεκοιλιασμένα πτώματα σε απόσταση ενός μέτρου με το αίμα ακόμη ζεστό να τρέχει από τα άψυχα κορμιά και να και να αναμειγνύεται στην άκρη του δρόμου. Ήταν μια ακόμη έκρηξη που πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων.
Συστήματα ολόκληρα ιδεολογιών βασισμένα πάνω σε δόγματα ή και πορίσματα στα οποία κατέληξε ο ανθρώπινος νους κατακλύζουν από παντού την ζωή μας. Αδίσταχτοι ή πλανεμένοι καθοδηγητές πολύ συχνά χωρίς να έχουν καταλάβει κι αυτοί τι κάνουν προσηλυτίζουν τις ψυχές των νέων και τους κάνουν ίδιους ή και χειρότερους από αυτούς. Φόνοι πόλεμοι και ένα σωρό αγριότητες γίνονται κάτω από μια σημαία που ορθώνεται για ιερό σκοπό, για μια μεγάλη ιδέα. Παλικάρια και κοπέλες που η ζωή τους έδωσε την σειρά να ρουφήσουν τις ηδονές της καταστρέφονται και μουμιοποιούν τις ψυχές τους και πάλι εν ονόματι κάποιας ιδεολογίας. Άλλοτε πάλι η ιστορία δείχνει να κινείται με μοχλό ή με άλλοθι ιδεολογίες και βλέπουμε να κάνει βήματα μπροστά. Πως λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός που παράγει περισσότερο πόνο από ηδονή; Πως στήνεται, πως λειτουργεί πως μπορεί κάποιος να τον αναγνωρίσει και εν τέλει τι χρειάζεται; Τι είναι αυτό που την κάνει αναγκαία την ιδεολογία; Πως μπορεί να αντικατασταθεί και από τι; Μήπως υπάρχει διαβάθμιση των ιδεολογιών; Πως μπορεί κάποιος να πολεμήσει αυτόν τον μαιτρ του πολέμου; Αν είναι απαραίτητα τα δόγματα για τη συνοχή της κοινωνίας ποια αυτά είναι επικίνδυνα και ποιες στάσεις των ανθρώπων τα κάνουν επικίνδυνα; Μήπως το αίτημα για συνοχή και για κοινωνικότητα είναι αυτό που κάνει τις ιδεολογίες απαραίτητες; Αν δεν εξετάσουμε την αιτία του πολέμου τότε οι εκκλήσεις μας για ειρήνη θα μοιάζουν σαν τις χαζές ευχές των ξανθών δεσποινίδων όταν παραλαμβάνουν το βραβείο για την miss young, ανούσια και κούφια λόγια..
Θα ήταν σκόπιμο εδώ να εξετάσω και να παραθέσω την χρησιμότητα της ιδεολογίας (ή του μύθου) που αποδέχεται μια κοινωνία. Είναι ένα πολύ ευρύ και ενδιαφέρον θέμα αλλά φοβάμαι ότι θα γινόταν κουραστική και μακροσκελής η αναφορά μου και θα έφευγα από τον στόχο μου που είναι η εξέταση της δομής ενός ιδεολογικού κατασκευάσματος. Με λίγα λόγια πάντως η ιδεολογία παίζει τον ρόλο της σύνδεσης των μελών μιας ομάδας ή και μιας κοινωνίας. Όλοι οι κάτοικοι της FYROM, για παράδειγμα, έχουν ανάγκη τον μύθο της μακεδονικής τους καταγωγής διότι όπως το αισθάνονται (και το λένε) χωρίς αυτόν θα χάσουν την υπόστασή τους σαν έθνος. Θα καταστραφεί αυτό που τους συνδέει και θα διαλυθούν. Η άλλη χρησιμότητα της κοινής ιδεολογίας πηγάζει από την ανάγκη του ανθρώπου για επαφή και επικοινωνία με τα μέλη της ομάδας που διάλεξε ή έτυχε να ανήκει. Ιδεολογίες από τις πιο ρηχές όπως είναι η πίστη στο αήττητο μιας ποδοσφαιρικής ομάδας ή σε πιο σοβαροφανείς όπως είναι η πίστη στην ανωτερότητα ενός έθνους ή στην αλήθεια μιας θρησκείας προσφέρουν στον τρομαγμένο άνθρωπο την αίσθηση της επαφής και της ασφάλειας με τους ομοϊδεάτες του. Μια τρίτη ανάγκη που καλύπτει μια ιδεολογία, είναι για να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ακούμε συχνά να λένε «από τότε που ασπάστηκα τον ……ισμό βρήκα απάντηση σε όλα τα ερωτήματα μου». Ένας ράθυμος εγκέφαλος χρειάζεται ένα πακέτο απαντήσεων για να αποφύγει την σκέψη. Δυστυχώς τέτοιοι εγκέφαλοι υπάρχουν πολλοί. Εδώ για να μην παρεξηγηθώ δεν αναφέρομαι στα ελεύθερα πνεύματα που ενθουσιάστηκαν με μια ιδέα και διατήρησαν την αυτονομία της σκέψης τους.
Πως γίνεται τώρα μια ιδέα όπως η αγάπη του Χριστού να μετατρέπεται σε σύστημα με ιεροεξεταστές ή πολυτελείς μερσεντές, ή ακόμη μια πρόταση για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη να γίνεται ένα σύστημα με πολυτελείς επαύλεις για κάποιους και εκτοπίσεις ή εκτελέσεις για κάποιους άλλους;
Κάποια στιγμή γεννιέται μια ιδέα, μια θαυμάσια σύλληψη για το καλό των ανθρώπων. Από εκεί αρχίζει το δράμα. Αντί να συζητηθεί για να δούμε τι καλό έχει να μας δώσει, κάποιος αναλαμβάνει να την τελειοποιήσει και να την μετατρέψει σε σύστημα ιδεών απαντώντας στο αίτημα της ολοκληρωμένης πρότασης. Η ιδέα αρχίζει να χάνει την ελαστικότητα της και μετατρέπεται σε οικοδόμημα που αν αφαιρέσουμε ένα λίθο κινδυνεύει να καταρρεύσει. Με την βελτίωση σιγά- σιγά θα γίνεται όλο και λιγότερο ευέλικτο και οι συζητήσεις που γίνονται θα είναι μόνο για τον εμπλουτισμό του με ένα σωρό αξιώματα ή πορίσματα. Όλο και κάποιος Απόστολος Παύλος (συγνώμη Μαρία), ή κάποιος Λένιν θα βάλει τις νέες ηθικές επιταγές. Το οικοδόμημα αυτό είναι η νέα ιδεολογία. Οι οπαδοί αρχίζουν να συρρέουν. Η ανάγκη των ανθρώπων για μια πίστη δημιουργεί το κίνημα της συγκεκριμένης ιδεολογίας. Αν είναι θρησκεία θα αρχίσει να εμπλουτίζεται με δόγματα που αγνοούν την λογική. Η νέα θρησκεία ή θα απορριφθεί ή θα γίνει ένα ισχυρότατο κατασκεύασμα μιας και θα έχει κατοχυρωθεί από τις επιθέσεις της λογικής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι θρησκείες παρουσιάζουν εξαιρετική αντοχή στον χρόνο.
Το δεύτερο και μοιραίο χτύπημα στην αρχική ιδέα θα το δώσουν οι εκμεταλλευτές της νεοσύστατης ιδεολογίας. Κάποιοι θα μυριστούν την εξουσία. Είναι η στιγμή που οι οπαδοί είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τον ηγέτη. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την προσωποποίηση του ιδανικού του. Δεν χρειάζεται νομίζω να εξηγήσω τη συνέχεια. Ο διψασμένος για εξουσία ουδόλως ενδιαφέρεται για την αρχική ιδέα. Έχει τη δύναμη να ερμηνεύει όπως τον συμφέρει το κάθε δόγμα της ιδεολογίας, να παράγει καινούρια πορίσματα που μπορεί να είναι αντίθετα με την αρχική ιδέα και ετοιμάζεται για πόλεμο. Πολύ συχνά ο ηγέτης γίνεται κι αυτός πιστός του κατασκευάσματός του. Αυτό τον κάνει πιο πειστικό.
Άλλοτε πάλι δεν χρειάζεται αρχική ιδέα για να ξεκινήσει το χτίσιμο ενός ιδεολογικού μορφώματος. Ένας μύθος που υποβόσκει στην ομάδα αρχίζει να έχει υποστηρικτές και θεωρητικούς που είναι έτοιμοι να τον επενδύσουν και να τον παρουσιάσουν σαν ένα συνεπές σύστημα. Εδώ η εξάπλωση της νέας ιδεολογίας είναι πολύ πιο εύκολη και το οικοδόμημα πιο σταθερό.
Η ιδεολογία έχει απόλυτη ανάγκη από αίμα ! Το αίμα που χρειάζεται η ιδεολογία είναι κυρίως το αίμα των δικών της πιστών. Ο θάνατος προσθέτει μεταφυσικό μανδύα στο όποιο ιδεολογικό κατασκεύασμα. Είναι γνωστές οι αναφορές άθεων κατά τα άλλα ιδεολόγων στους «πρώτους νεκρούς» ή των θρησκειών στους «Άγιους Μάρτυρες» ή ακόμη στους εθνομάρτυρες και ήρωες του γένους. Ο θάνατος είναι από μόνος του ένα γεγονός μπροστά στο οποίο στέκονται οι πάντες με δέος. Ο νεκρός μόνο κύρος έχει να δώσει. Πολύ δύσκολα αγγίζουμε ένα δένδρο που ποτίστηκε με αίμα Την συνέχεια μπορούμε να την δούμε στο δρόμο της Βαγδάτης…Δυο παλικάρια νεκρά μέσα σε μια λίμνη αίματος…και το αίμα γεννά αίμα και πόνο.
Το κύριο μέλημα όμως της ιδεολογίας είναι η περιχαράκωση των πιστών της. Αυτό γίνεται με πολλούς τρόπους. Η πλύση εγκεφάλου που επιβάλουν στους πιστούς είναι ένας από αυτούς. Η συζήτηση γίνεται μόνο για να αναμασηθούν οι ίδιες αρχές. Αυτός που έχει υποταγμένη την σκέψη του είναι ο σωστός ενώ κάθε καινούρια άποψη ιδίως όταν αμφισβητεί τα δόγματα είναι σε λάθος δρόμο ή ακόμη και ύποπτη. Κάθε ελεύθερο μυαλό αργά ή γρήγορα θα χαρακτηριστεί αιρετικός ή ρεφορμιστής ή απλά προδότης. Η αποβολή του είναι άμεση και ο ψόγος που του επιρρίπτουν μέγιστος. Αυτό γίνεται για να παραδειγματίζονται οι επίδοξοι αμφισβητίες. Η σκληρότητα που θα επιδείξει η καθοδήγηση της ιδεολογίας εξαρτάται μόνο από την εξουσία που έχει. Άλλοτε απλά αρκούνται στη αποπομπή του «προδότη», ενώ αν μπορούν, τον στήνουν στον τοίχο ή σε καμιά πυρά. Το έγκλημα της ελεύθερης σκέψης πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Όποιος είχε την ατυχία να βρεθεί κάτω από την ομπρέλα μιας ιδεολογίας ξέρει καλά τι εννοώ. Ένας άλλος τρόπος που η ιδεολογία κρατά τους πιστούς της κοντά της είναι με το να τους ζητά μεγάλες θυσίες. Μια θρησκεία π.χ μπορεί να ζητά από τους πιστούς της εκούσιες σεξουαλικές στερήσεις ενώ ένα κόμμα να μην υπογράψουν δήλωση μετάνοιας με αβάσταχτο κόστος γι’ αυτούς. Είναι προφανής ο σκοπός αυτών των θυσιών. Κανένας δεν είναι διατεθειμένος να απαρνηθεί κάτι που του στοίχισε ακριβά. Ο πόλεμος είναι μια κατάσταση μέσα στην οποία πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να κρατήσει ουδετερότητα. Δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την περιχαράκωση των πιστών. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κάποιος όταν βλέπει την τάση των ιδεολογιών να δημιουργούν πολέμους.
Εδώ θα ήταν ενδιαφέρον να απαριθμηθούν τα είδη των ιδεολογιών και να γίνει αναφορά στα κοινά χαρακτηριστικά τους αλλά το κείμενο θα ξέφευγε σε μάκρος και ίσως να γινόταν κουραστικό. Το κύριο γνώρισμα των ιδεολογιών είναι ότι υποστηρίζουν ότι κατέχουν την Αλήθεια. Θα έλεγα μάλιστα ότι όλοι όσοι δηλώνουν ότι έχουν την αλήθεια βρίσκονται στο παιχνίδι .Αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των θρησκειών, του Μαρξισμού, του εθνικοσοσιαλισμού, των πάσης φύσεως εθνικισμών και πολλών άλλων …- ισμών. Εδώ θέλω να τονίσω ότι σε πολλά από αυτά τα κατασκευάσματα η αρχική ιδέα ίσως να ήταν αξιόλογη με ενδιαφέρον και να διατυπώθηκε με τις καλύτερες προθέσεις. Προσωπικά δεν μπαίνω στον πειρασμό να προτείνω λύση για το πώς μπορούμε να απαλλάξουμε τον κόσμο από την κατάρα των ιδεολογιών για προφανείς λόγους. Απλά διατηρώ το δικαίωμα μου στην αυτόνομη σκέψη.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

το άγγιγμα.

Το άγγιγμα



Κεφάλαιο 1


Το ξενοδοχείο είναι γεμάτο με παιδιά. Φωνές και κραυγές κι οι πόρτες να βροντούν . Δίπλα μου είχα τον καθρέφτη Ήταν μια κάμαρη που κάποτε φτιάχτηκε για να δείχνει πολυτελής μ’ αρκετά σημεία φθοράς Άνθρωποι που πέρασαν χωρίς ν’ αφήσουν τίποτε δικό τους . Στα ξενοδοχεία αυτό που μ’ ενοχλεί πάνω απ’ όλα είναι ότι δεν μπορώ να μάθω τίποτα γι’ αυτόν που πέρασε πριν από μένα. Μόλις βρεθώ μόνος μέσα στο δωμάτιο μόνος , έχω την συνήθεια να ανοίγω τα ντουλάπια και τα συρτάρια όχι για να βρω κάτι ξεχασμένο αλά για κάποια πληροφορία , κάτι που να μου λέει γι’ αυτόν που έζησε στον χώρο που τώρα ετοιμάζομαι να περάσω τις επόμενες ώρες μου. Δυστυχώς οι καμαριέρες τις περισσότερες φορές έχουν καθαρίσει καλά , αφήνοντας τον χώρο απρόσωπο και άδειο.
Το δειλινό με κέρδιζε . Ήταν μια αποδοτική μέρα και η κούρασή μου με είχε ρίξει στο κρεβάτι να κάθομαι και να κοιτάζω τον ήλιο να δύει .Θυμάμαι τελείωνα το τσιγάρο μου όταν χτύπησε η πόρτα . Ήταν ένα περίεργο ανθρωπάκι αυτός που μου τάραξε τη γαλήνη μου .Τα μάτια του με κοιτούσαν περίεργα σαν να ετοιμαζόταν να φύγει .Λες και ήταν έτοιμος να δεχτεί την πόρτα κατάμουτρα .Είναι αλήθεια ότι αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση που μου ήρθε να κάνω. Από το πρωί είχα φάει πολλές πόρτες κατά πρόσωπο και αισθάνθηκα ότι κι ’εγώ είχα το δικαίωμα να μη θέλω να μιλήσω με κάποιον που μου ζητούσε την προσοχή. Μπήκε μέσα . Λιγάκι αμήχανα έκλεισα την πόρτα .Μου φάνηκε πως τραβήχτηκε να μην τον αγγίξω .Στεκόταν ακίνητος και με κοίταζε στα μάτια . Ένιωθα σχεδόν διαφανής .Η αμηχανία μου μπερδευόταν με την έλξη που ασκούσε αυτός ο άνθρωπος πάνω μου .
- Θέλεις κάτι ;ρώτησα .
- Όχι ,μάλλον έκανα λάθος ,είπε και έκανε να φύγει .
- Μένεις εδώ δίπλα ; ρώτησα σε μία προσπάθεια να τον κρατήσω λίγο ακόμα
Σηκώθηκε και άνοίξε την πόρτα .
-Θα σε ξαναδώ, μου λέει και χάνεται στον διάδρομο.
Ποιος ήταν , τι ήθελε , δεν μπορούσα να φανταστώ . Ήταν μια επαφή απ’ αυτές που κάνω περιμένοντας στη στάση , ρωτώντας την ώρα ή ακόμη όταν ζητάω φωτιά. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά .Αυτός μου χτύπησε την πόρτα, δεν είπαμε σχεδόν τίποτα και με τάραξε τόσο.
Ήμουνα στην Καβάλα σαν πλασιέ βιβλίων και είχα πέσει σε μια εκδρομή απ’ αυτές που κάνουν αυτή την εποχή με τα σχολεία . Μόλις είχα περάσει το πιο δύσκολο από τα μαθήματά μου και το πτυχίο ήταν ορατό. Είχα περάσει έναν δύσκολο χειμώνα γεμάτο διάβασμα .Έβαλα τα δυνατά μου να τελειώσω το Φυσικό γιατί ακούστηκε ότι οι θέσεις των καθηγητών κλείνουν και κινδύνευα να μείνω απ’ έξω. Έπρεπε πάση θυσία να τελειώσω γρήγορα για να μη μείνω άνεργος . Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όλο κάτι έπρεπε να κάνω για να μην έχω προβλήματα μελλοντικά Από την πρώτη Δημοτικού μέχρι σήμερα Μια στάση αναμονής ατελείωτης . Η μέρα για την ευτυχία όλο ερχόταν και ποτέ δεν έφτανε . Τώρα όμως είχα βαρεθεί. Είπα να μαζέψω λίγα λεφτά όχι για τον στρατό που ερχόταν αλλά για να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου. Δεν ήξερα τι, κάτι για μένα .
Δεν είχα περάσει και άσχημα τόσα χρόνια φοιτητής. Θυμάμαι τότε που περνούσα δίπλα απ’ την Ευαγγελίστρια. Την εποχή που ο έρωτας μ’ ανάγκαζε να συντηρώ ένα δωματιάκι στην Υδραγωγείου 7 λίγο πιο πάνω απ’ το πανεπιστήμιο ,ακριβώς πίσω απ’ τα νεκροταφεία . Ήταν Φθινόπωρο του 76 νομίζω. Τρία επί τέσσερα, με τουαλέτα και ύψος οροφής 1και 80 .Ήταν μια γειτονιά που ακόμα διατηρούσε τις αυλές με τα λουλούδια , το καφενεδάκι και το αγιόκλημα να περιμένει την άνοιξη να την πνίξει στην ευωδιά. Οι γειτόνισσες εκεί ακόμη μπορούσαν να λένε καλημέρα η μια στην άλλη να μαλώνουν και να ποτίζουν τις γλάστρες τους. Το καφενεδάκι που το βράδυ μετατρεπόταν σε ταβερνούλα με το Γιώργο τον καφετζή φιλοξενούσε κάθε βράδυ την ανδροπαρέα της περιοχής για κανένα ουζάκι. Καμιά φορά και μόνο το Σάββατο μπορούσες να ακούσεις και Καζαντζίδη. Σα μια ξεχασμένη όαση στην επέλαση του τσιμέντου. Το όνομά της η περιοχή το είχε πάρει από τα νεκροταφεία που ήταν από μπροστά της να την προφυλάγουν από τους αδηφάγους εργολάβους. Η τρέλα της αντιπαροχής που ρήμαξε την πόλη μου δεν είχε περάσει ακόμη από κει.
Ήταν η εποχή που ζούσα σ’ όλη της την ένταση την ομορφιά και την θύελλα του έρωτα. Μ’ έκανε σχεδόν ότι ήθελε. Καθημερινά λαχανιασμένος και με ταραχή περνούσα δίπλα από τον μαντρότοιχο του νεκροταφείου. Ανήμπορος να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου όπως όριζε η λογική περπατούσα δίπλα από τα φθαρμένα τούβλα που ήταν λερωμένα από το λίπος των νεκρών. Χωρίς να κόψω το βήμα έριχνα κλεφτές ματιές στον τοίχο που με χώριζε απ’ τον κόσμο τους. Καμιά φορά άγγιζα κι’ όλας το χώρισμα με την αίσθηση ότι κάτι με ένωνε μ’ αυτούς που έλιωναν απ’ την άλλη. Ήμουνα σίγουρος ότι είχαν να μου μάθουν πολλά αλλά ένιωθα αδύναμος να τους αφουγκραστώ .
Δύο τρία κασονάκια που φτιάχτηκαν για να δεχτούν τα κόκαλα τα πλυμένα με κρασί ,τα αγόρασα απ’ τον ξυλουργό της γειτονιάς προς 20 δρχ το ένα. Αυτά ήταν οι καρέκλες κ’ η βιβλιοθήκη της καμαρούλας μου. Τα κασελάκια, μια προβιά το στρώμα κι’ ένα πόστερ με τον φαντάρο που σκοτώνεται κι’ από κάτω το Why? Ήταν το πιο όμορφο δωμάτιο που είχα ποτέ. Το δωμάτιο που θα μπορούσα να περάσω όλη μου την ζωή.

Κεφάλαιο 2
Γυρνώντας στη Θεσσαλονίκη κι’ αφού οι πωλήσεις είχαν πάει καλά έμαθα το νέο. Ο Κωνσταντίνος χτες το βράδυ πέθανε. Ήταν ο ξάδελφος που τα έκανε όλα πρώτος. Έτσι ξεκίνησε και το χορό του τέλους πρώτος. Ταραχτήκαμε όλοι απ’ την αναπάντεχη είδηση. Ήταν ένα άτομο νέο γεμάτο ζωή και πλάκες. Τελευταία το ζάχαρο και η εγκατάλειψη τον είχαν σβήσει. δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να γλιτώσει.
Η κηδεία είναι μια σύναξη ανθρώπων γύρω από έναν νεκρό που το μόνο που κάνουν είναι να προσπαθούν να διώξουν απ’ το μυαλό τους το γεγονός του θανάτου. Όλοι είναι καθισμένοι γύρω στο σαλόνι και προσπαθούν να κρατήσουν τους τύπους της τελετής. Τα κεράκια, το λιβάνι, καφέδες και το θλιμμένο ύφος, λες και όλα γίνονται για κρύψουν μια αλήθεια που κανένας δεν είναι διατεθειμένος να αντιμετωπίσει. Κανένας δεν θέλει να ακούσει την σιωπή του νεκρού, κανένας δεν θα ανεχόταν να δει το σώμα που άλλοτε ήταν γεμάτο ζωή να πέφτει κάτω. Χρειάζεται μια τελετή που θα αποσπά την προσοχή από αυτό που όλοι θέλουν να αγνοήσουν. Οι τύποι χρειάζονται πάντα όταν έχουμε ανάγκη από ένα ψέμα. Η ζωή μας χτίζεται επάνω στο δόγμα ότι θα ζούμε και αύριο. Δεν είναι δυνατόν να μας χαλάσει κάποιος αυτή την ιδέα.
Απορροφημένος στις σκέψεις μου δεν κατάλαβα τι είχε συμβεί πριν από λίγο. Η ματιά μου διαστρώνεται με το τρομερό βλέμμα του ανθρώπου που συνάντησα πριν από λίγες μέρες στη Καβάλα. Μένω να χάσκω, δεν κατάφερα να πω τίποτα. Τι δουλειά έχει αυτός εδώ; Τι πλάκα είναι αυτή πάλι; Κάνω να τον χαιρετήσω και τραβιέται απότομα. Μένω προς στιγμή με το χέρι μετέωρο.
- Ό.. όχι μην το κάνεις αυτό ακόμη. Δεν είναι η στιγμή.

Ένοιωσα να θέλω να τον αγγίξω. Να πιάσω το χέρι του να δω αν έχει σάρκα όπως οι άλλοι. Κάτι σαν έμμονη ιδέα. Κατέβασα το χέρι μου αργά και άφησα τη σκηνή να ξεχαστεί ήταν μια ατυχής στιγμή σκέφτηκα. Κάθισα πάλι. Ο φίλος μου τώρα ήταν σαν οικοδεσπότης. Έπιανε κουβέντα με άνεση που με ξάφνιαζε. Του χαμογέλασα και μου ανταπέδωσε σαν παλιός γνωστός. Έκανα κάποιες ανεπιτυχείς προσπάθειες μάθω τι τρέχει μ’ αυτόν τον άνθρωπο τις όποιες εγκατέλειψα μπροστά στη διάθεσή μου να τον παρατηρήσω μια που οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Ήταν αδύνατος , κουρασμένος γύρω στα 65 με βαθιές ρυτίδες, ελαφρά κοντότερος από μένα. Κάτω απ’ τα μάτια του είχε δυο σακούλες που έλεγες ότι ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του προσώπου του. Τα μαλλιά του ήταν αραιά και κοντά. Τα ρούχα του πολυφορεμένα καθαρά και απαράδεχτα άχρωμα. Το μόνο συναρπαστικό ήταν το βλέμμα του. Ήταν σχεδόν αδύνατο να τον κοιτάξεις στα μάτια. Νόμιζα ότι μπορούσε να σε περάσει πέρα ως πέρα. Ένιωθα ότι μπορούσε να δει ακόμη και τις σκέψεις μου. Οι κινήσεις του τελείως άνετες και η φωνή του βαριά και σίγουρη, είχε τον αέρα του ανθρώπου που είχε μάθει πολλά απ την ζωή του. Πολλές φορές βλέπεις γέρους που η επαφή μαζί τους σε γεμίζει σιγουριά και γνώση. Για μένα είναι η απόδειξη ότι ο άνθρωπος είναι κυρίως πνεύμα. Άλλοι πάλι είναι ικανοί να σπαταλήσουν όλη την ζωή τους χωρίς να υποψιαστούν το παραμικρό. Σου δίνουν την αίσθηση ότι και δέκα ζωές να είχαν δεν θα κατάφερναν να ωριμάσουν, λες και είναι τελείως τυφλοί.
Στην παρέα ήταν και ο Στέφανος, ξάδελφος κι αυτός του μακαρίτη αλλά όχι δικός μου. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα. Η ηλικία του γύρω στα σαρανταπέντε. Το όλο παρουσιαστικό του έδειχνε χορτασμένο άνθρωπο, ελαφρά ευτραφή, με την γραβάτα του και καλά και ακριβά ρούχα. Στην αρχή είπε ένα δυο κουβέντες με τους συγγενείς του Κώστα. Φορούσε ένα ύφος συμπόνιας που έδειχνε ποιο πολύ ότι ήθελε να σηκωθεί και να φύγει από εκείνο το σαλόνι. Είναι ένας από τους ανθρώπους που αντιπαθώ σκέφτηκα. Αναρωτήθηκα αν είχε νοιώσει τη στέρηση έστω και μια φορά στην ζωή του. Η ευκολία που άλλαζε κουβέντα μου έκανε εντύπωση. Τα θάματα που έθιγε ήταν στα όρια της προσβολής της μνήμης του μακαρίτη. Οι οφειλέτες του, οι άθλιοι πελάτες του η εφορία και το ΙΚΑ ήταν τα θέματα που ήξερε καλά. Σε κάθε φράση του διέκρινες την τάση του να παρουσιάσει τον υπέροχο τον σπουδαίο τον ανεπανάληπτο εαυτό του. Δεν δίσταζε να προσβάλει τους πάντες εκεί μέσα. Η ζωή του ήταν η δουλειά του και η οίηση που χαρίζει αυτή στον πετυχημένο επαγγελματία.
Η ετερόκλητη παρέα έκανε προσπάθειες να ξεφύγει. Αναφέρθηκαν στο πόσο καλός άνθρωπος ήταν ο εκλιπών. Οι περισσότεροι διαχώριζαν έντεχνα τη θέση τους από τον μόνο σιωπηλό της παρέας. Αναφέρθηκαν στην ατυχία του, στις αρρώστιες του, στο ότι εγκατέλειψε τον εαυτό του, για να στηρίξουν αυτό που βαθιά ήθελαν να πιστέψουν: Δεν είμαι εγώ σαν αυτόν. Απόδειξη ότι αυτός ήταν ξαπλωμένος και κίτρινος και εμείς οι υπόλοιποι όλοι όρθιοι και ροδοκόκκινοι.
Όταν μια ανήσυχη φλόγα βρίσκεται δίπλα σε ένα δοχείο με βενζίνη η ανάφλεξη είναι αναπόφευκτη. Αυτό συνέβη και τότε. Ο Στέφανος δεν σταμάτησε να ρίχνει ματιές απόρριψης στον ανθρωπάκο μου. Η αντιπάθεια ήταν αμοιβαία.


(διάλογος και αποχώρηση του Στέφανου. )

Είχε πάει 12 και σκέφτηκα ότι καλύτερα θα ήταν να φύγω. Δεν ήταν ότι καλύτερο εκείνη η κοσμοσυρροή μέσα σ εκείνο το σαλόνι και δεν είχα διάθεση να καθίσω μέχρι το πρωί. Εξ άλλου είχα την διάθεση να περπατήσω λιγάκι μόνος. Ένας νυχτερινός περίπατος προσφέρει σίγουρα αρκετές στιγμές συγκέντρωσης. Το βάδισμα, ο καθαρός αέρας, το κρύο της νύχτας, είναι οι καλύτεροί μου σύμμαχοι στον αγώνα για να μη γλιστρά η σκέψη μου στα πιο απλοϊκά και ετερόκλιτα μονοπάτια. Η τόσο ποθητή συγκέντρωση που μπορεί να δώσει θαυμαστούς καρπούς είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Η γέννηση μιας ιδέας είναι μια ευλογία σαν την άνθηση ενός λουλουδιού. Πρέπει όμως να είμαι εκεί να το μαζέψω.
Σηκώθηκα και πλησίασα το άψυχο κορμί. Επάνω του η εικόνα της ανάστασης. Οι περισσότεροι έφυγαν χωρίς να ρίξουν ούτε μια ματιά, κάποιοι ασπάστηκαν την εικόνα. Θέλησα να πω ένα αντίο στον αγαπητό μου ξάδελφο και ξαφνικά γέμισα συμπάθεια. Ο ασπασμός της εικόνας παρέκκλινε και έγινε ασπασμός του κρύου προσώπου. Έτσι κι αλλιώς και το τζάμι της εικόνας είναι κι αυτό παγωμένο. Ένοιωσα ότι αγαπούσα το σώμα που φιλοξενούσε τον εκλιπόντα. Απέναντί μου ο Χάρης. Δεν ξέρω αλλά αυτό το όνομα νόμιζα ότι θα του ταίριαζε καλύτερα. Μπορούσες να δεις την πλήρη αποδοχή του για κείνο το φιλί στο ύφος του.
-Να πάς το ταξίδι που έχεις στο νου σου αγόρι μου είπε και μου έδωσε το επόμενο ραντεβού με ένα απλό κλείσιμο του ματιού του. Που ήξερε τις σκέψεις μου; Τι ήταν τελικά αυτός ο άνθρωπος που εισέβαλε έτσι στη ζωή μου; Γιατί δεν με είχε αφήσει να τον αγγίξω; Ένιωθα ότι έπρεπε να ακολουθήσω την συμβουλή του και να αφήσω στην άκρη ένα σωρό ερωτηματικά που μου έβαζε η λογική μου.
Ο δρόμος ήταν έρημος. Μόνο η βροχή και τα βήματά μου ακουγόταν. Η μυρωδιά του βρεμένου χώματος και το αγιόκλημα είχε γεμίσει τον τόπο. Το κρύο και η λύπη είναι σύμμαχοι της σκέψης. Τα πάντα φαίνονται καθαρά και εναργή μπροστά μου. Τι κρίμα να μη μπορώ να κρατήσω αυτή τη καθαρή σκέψη και τις στιγμές που είμαι ευτυχής. Λες και η ευτυχία με την σκέψη δεν ευδοκιμούν μαζί. Ο άνθρωπος στην ευδαιμονία μου φαίνεται για κακό ζώο. Οι χορτασμένοι συνάνθρωποί μου όταν αράζουν στις διακοπές ή στο ζεστό σπιτάκι τους με το κεφάλι τους γεμάτο από ανία μου προξενούν διαταραχές στο στομάχι. Περπατούσα και με γαλήνευε η αίσθηση της ανοιξιάτικης βροχής που εισχωρούσε στο έδαφος για να αναστήσει ξανά όλα τα ζωντανά πλάσματα .Το γιασεμί και το νυχτολούλουδο κατάφεραν να σβήσουν την ασχήμια του μπετόν. Είναι αλήθεια ότι η άνοιξη που έρχεται σφραγίζει ανεπίστρεπτα τον χειμώνα και όσους πείρε μαζί του. Η δύναμή της είναι τόση που με κάνει να πιστέψω πως η ζωή επιτέλους κατήγαγε την οριστική της νίκη. Αυτοί που έφυγαν μόλις και δεν πρόλαβαν τη γιορτή της Ανάστασης.
Έχω γίνει μούσκεμα και τι μυαλό μου σχεδιάζει το ταξίδι που θα κάνω. Δεν ξέρω αν θα μου φτάσουν τα χρήματα. Ήταν ένα όνειρο που είχα από τότε που περνούσα τις ανιαρές ώρες της Γεωγραφίας ταξιδεύοντας στις χώρες που προσπαθούσε να μου μάθει ο δάσκαλος. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω όταν απαιτούσε ο ταλαίπωρος να μάθω τα ποτάμια και τα βουνά. Ήταν οι χώρες και οι πόλεις με τα χίλια δυο παράξενα και θαυμαστά. Το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι ήθελα να φύγω.
Την άλλη μέρα βρέθηκα στο δρόμο να τρέχω για το διαβατήριο. Ήταν 11το πρωί κι ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο. Ένα πρωινό γεμάτο φως και θόρυβο σαν αυτά που ζούμε στη Θεσσαλονίκη. Οι δρόμοι μόνιμα μποτιλιαρισμένοι, με χιλιάδες κορναρίσματα να γεμίζουν το τόπο και το άπλετο φως να λούζει από παντού τους δρόμους. Οι άνθρωποι άλλοι βιαστικοί και άλλοι αργόσχολοι τρακάρουν στους λαχειοπώλες και τους πωλητές κουλουριών. Οι κοπέλες απίθανα όμορφες και ανοιξιάτικες κοιτάζουν τα νέα μοντελάκια στις βιτρίνες. Η παραλία για τα ζευγάρια και τους γέρους έχει πάντα τη δική της γαλήνη. Εγώ έτρεχα από υπηρεσία σε υπηρεσία προσπαθώντας να μαζέψω τα χαρτιά και τις σκέψεις μου. Με την άπειρη γραφειοκρατία δεν ξέρω ποιο ήταν δυσκολότερο. Η εικόνα του ανθρωπάκου που συνάντησα το προηγούμενο βράδυ ήταν καρφωμένη στο μυαλό μου. Με είχε κατακτήσει με ένα τρόπο που κερδίζει ο φωτισμένος δάσκαλος τον μαθητή του. Μου έβγαινε ένας σεβασμός και μια εξάρτηση. Απ την άλλη θύμωνα με τον εαυτό μου. Αυτές είναι καταστάσεις για εφήβους και εγώ αυτά τα έχω αφήσει πίσω προ πολλού.
Μπροστά μου η παράλια και τα τραπεζάκια του ΤΟΤΗ. Ένας καφές και ένα τσιγάρο θα με χαλαρώσει σκέφτηκα. Έψαξα για περίπτερο για Άσσο Κασετίνα. Προσπαθώ να οργανώσω το σκηνικό της χαλάρωσης και της περισυλλογής. Είναι ένα παραμύθι που το έφαγα χιλιάδες φορές. ………….

(θέλει ανάπτυξη η ιστορία με τον καφέ)
Δίπλα μου ήταν μια παρέα από φαντάρους. Άναψα τσιγάρο κι άκουγα χωρίς να θέλω τις κουβέντες τους. Μετρούσαν τις μέρες για να πάρουν απολυτήριο. Ο χρόνος δεν ήταν γι αυτούς τίποτε άλλο από ένα φορτίο που έπρεπε να περάσει. Να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να έρθει η ευτυχισμένη στιγμή της λευτεριάς τους. Σχεδόν μισούσαν τις μέρες τους. Φόρτωναν τις ελπίδες τους στη μέρα που θα γίνουν πολίτες.
Άσε ρε φιλάρα ,ακόμα 25 και μια έμειναν.
Μόλις το πάρω να δεις τι έχω να κάνω.
Μια άδεια για όλη τη ζωή μιλάμε.
Σχεδόν τους έβλεπα με το χαρτί στο χέρι να προσπαθούνε να χαρούν. Η μέρα της απόλυσης θα τους έχει προδώσει. Μια μέρα φορτωμένη με τόσες ελπίδες είναι αδύνατο να ανταποκριθεί φίλοι μου. Δεν είναι δυνατό να χαρείς εσύ που συνήθισες να αναβάλεις τη χαρά. Τι να σας κάνω που δεν μπορείτε να το καταλάβετε παλικάρια μου;
Τελείωσα το τσιγάρο που δεν μου έδωσε αυτό που περίμενα και χύθηκα πάλι στους δρόμους για να μαζέψω χαρτιά για τους γραφειοκράτες. Η μέρα πέρασε με βοή , καυσαέρια και ήλιο. Έτσι πέρασαν κι οι άλλες ως την ημέρα που ξεκινούσα.

Κεφάλαιο 3ο

Όσα πουλιά κι αν μου χαρίσετε εγώ θα φύγω πάλι…
Είμαι στο κουπέ του τρένου με μια μικρή ταραχή και περισσότερη λαχτάρα για το ταξίδι που ξεκινά. Μαζί έχω λίγες κονσέρβες γάλα, το διαβατήριο, το εισιτήριο σ` όλα τα τραίνα για ένα μήνα, ένα στυλό, το σημειωματάριο και δύο τόμους το αγαπημένου μου καβάφη. Από χρήματα 7000 δραχμές σύνολο, ίσως φτάνουν για ένα γεύμα κάθε μέρα. Το πρόγραμμα είναι απλό. Τις νύχτες θα τις περνώ στο κουπέ του τρένου και τις μέρες θα γυρίζω τις πόλεις. Κάπου στην Ισπανία βρίσκεται η αδελφή μου. Θέλω να δω την Ευρώπη. Θέλω να δω από κοντά τις πόλεις του φημισμένης αυτής περιοχής. Αυτής της περιοχής που στέκει σαν πρότυπο στα μάτια των αρχηγών μας. Η κουρασμένη μου πατρίδα έχει στραμμένα τα μάτια τις στη Δύση. Έχει χάσει την όρεξη να δημιουργήσει και θαμπώθηκε απ` τα φτιασίδια και τα καλά των άλλων. Άφησε την ευθύνη του δρόμου της σε άλλους και πληγώνει τα παιδιά της. Θέλω να νιώθω περήφανος γι` αυτό που είμαι αλλά δυσκολεύομε αρκετά. Δεν έχει περηφάνια αυτός που αντιγράφει και στη χώρα μου οι φωτισμένοι θέλουν να μοιάσουν τους Ευρωπαίους. Σε μένα μία λύση μένει, να γνωρίσω αυτό που προκαλεί το δέος στην ανάπηρη πατρίδα μου. Μόνο έτσι έχω λίγες ελπίδες να προχωρήσω μπροστά και να μη πιστεύω στα παραμύθια που απλόχερα μου σερβίρουν.
Στο κουπέ κάθισαν άνθρωποι που ποτέ δεν θα διάλεγα να είμαι μαζί τους τόσες ώρες. Ένας φαντάρος που πήγαινε στα σύνορα, ένας γραβατωμένος πλασιέ ασφαλειών και δυο τουρίστες. Προτιμώ την παρέα με τις σκέψεις μου. Το τραίνο ξεκινά και οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν… Πράγματι ξεκίνησα!
Έχουν περάσει 28 ώρες ταξίδι. Το μόνο που κάνω είναι να αλλάζω τρένα. Η χώρα δεν μου λέει και πολλά πράγματα. Ο νους μου είναι στη Δύση. Το τοπίο έχει αλλάξει λίγο. Τα κωνοφόρα αρχίζουν να εμφανίζονται συχνότερα καθώς πλησιάζω στα σύνορα με την Ιταλία. Αυτά όμως δεν έχουν καμιά σημασία, θα έλεγα ότι την καρδιά μου μου την έκλεψε και μένα η γοητεία της ιδέας μιας φανταχτερής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που σέβεται τους πολίτες της και που δεν τους κάνει να νιώθουν ντροπή και πίκρα κάθε φορά που έχουν την ανάγκη της.
Ετοιμάζω το διαβατήριο και μένω αποσβολωμένος. Το διαβατήριο που κρατώ δεν είναι το δικό μου! Ανήκει σε μία γριά κυρία που βοήθησα να κατέβει στα Σκόπια ! Κρύος ιδρώτας …ανάθεμα ! Γιατί κάθε φορά που θέλω τόσο πολύ κάτι να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πρέπει να γυρίσω πίσω 20 ώρες ταξίδι να βρω την παλιόγρια και να ξεκινήσω απ την αρχή. Τα πράγματα δεν πάνε καλά. Είμαι πιο πίσω κι απ το ξεκίνημα. Προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος. Φοβάμαι ότι θα χάσω και το ραντεβού με την αδελφή μου στην Ισπανία. Σφίγγω τα δόντια και ξεκινάω προς τα πίσω. Αυτό το προς τα πίσω είναι που με τρελαίνει. Ας συνέβαινε κάτι άλλο, όχι να γυρίσω πίσω. Η αναμονή για το όνειρο έχει στραφεί εναντίον μου. Πόσο ευάλωτος νιώθω όταν προσδοκώ με τόση ένταση κάτι. Δυο μερόνυχτα ακόμη στο κουπέ…
Γενικά την αντέχω την μοναξιά και θα έλεγα ότι μου αρέσει κιόλας , τρίτη μέρα όμως καθηλωμένος στο κάθισμα αλλάζοντας παρέα που δεν την διάλεξα, νομίζω πώς πάει πολύ. Η μοναξιά μέσα στον κόσμο ίσως είναι χειρότερη κι απ αυτήν που νιώθει κανείς όταν είναι τελείως μόνος. Δεν είναι που διψάς για την γλυκιά επαφή είναι κι αυτοί που κάνουν τόσο θόρυβο γύρω σου. Όταν φρύγει κάποιος αγαπημένος τότε ένα κομμάτι απ την ψυχή μου χάνεται και τώρα χωρίς τους ανθρώπους που αγάπησα, που μάλωσα, που ερωτεύτηκα νιώθω μετέωρος. Οι άλλοι είναι η ζωή μου. Σχεδόν η ύπαρξή μου είναι οι σχέσεις μου.
Κάθομαι αναπαυτικότερα και χάνομαι στις σκέψεις μου. Πότε ξανάζησα αυτή τη μοναξιά; Ήταν τότε που έφυγε ο ποιο καλός μου φίλος. Δεν θύμωσε ,δεν με έβρισε, έκανε κάτι χειρότερο. Πέθανε. Θυμάμαι τότε ένοιωσα προδομένος απ τον πρόωρο χαμό του. Είχα λυπηθεί και εξοργιστεί μαζί. Μου πέρασε απ τον νου μου η σκέψη « δεν σημαίνεις και πολλά για μένα »,ήταν όμως ένα ψέμα. Τον ένιωθα τον ακρωτηριασμό. Δεν είχα πια που να ακουμπήσω τη χαρά μου και τον πόνο μου. Ήταν ένας κόσμος δικός μου που χάθηκε. Αν ήξερα τουλάχιστον ότι υπήρχε κάπου αλλού τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Απ την άλλη ήταν και η παγωνιά του κι η μοναξιά δικού μου τέλους που επαγωγικά συμπέραινα. Φοβόμουνα να ξαναδώσω την ψυχή μου σε άλλον φίλο. Η μάνα μου που ξέρει που πηγαίνουν οι νεκροί και ανάβει κερί και κάνει νόστιμα κόλλυβα μπορεί και αγαπάει ακόμα.
Σιγά –σιγά ηρέμησα. Έχω ανθρώπους που με αγαπούν κι ας κάθομαι τώρα μα το πρόσωπο ακουμπισμένο στο τζάμι να βλέπω τον κόσμο να κυματίζει μέσα από τις σταγόνες της βροχής. Πήρα κουράγιο να συνεχίσω. Άρχισα να μην είμαι τόσο ξένος μ` αυτούς που θορυβούσαν γύρω μου.
Είναι η τέταρτη μέρα του ταξιδιού. Η Βενετία δείχνει πολύ όμορφη. Πλοία στη θέση των λεωφορείων, πολλές γέφυρες και ήλιος. Η δόξα της πόλης αυτής έχει αφήσει τα σημάδια της έντονα. Μια δόξα που πέρασε και στο διάβα της ρήμαξε και τον τόπο μου. Παντού συναντάς κομμάτια απ την ιστορία μας. Ίσως από κει να ξεκίνησε και η μιζέρια της πατρίδας μου. Πηγαίνω πίσω στα 1204 και βλέπω τους βενετσιάνους πολεμιστές να κουβαλούν όλα τα λάφυρα του Βυζαντίου που σήμερα στολίζουν τις εκκλησιές τους. Παρ όλα αυτά η διάθεσή μου δεν έχει πέσει καθόλου. Τα 800 χρόνια που πέρασαν έχουν βγάλει κάθε πάθος από μέσα μου. Φαίνεται ότι η πίκρα δεν αντέχει στο χρόνο. Αφού ταχτοποίησα τις υποθέσεις μου όπως να ξανακλείσω ραντεβού με την αδελφή μου στη Γρανάδα της Ισπανίας και να μάθω για τα δρομολόγια των τρένων από μια όμορφη υπάλληλο βλέπω ότι έχω περίπου 3 ώρες να γυρίσω την όμορφη Βενετία. Ο κόσμος εδώ δεν έχει και μεγάλες διαφορές από τους νεοέλληνές. Κοιτάζει να βγάλει το μεροκάματο με τις μικροαπάτες και δεν ενδιαφέρεται και πολύ για το χαρτάκι που θα πατάξει στο δρόμο. Γενικά σε λίγο νιώθω σα στο σπίτι μου. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου και πάνω σ ένα πλοιαράκι σε απόσταση λίγων μέτρων τον Χάρη να με κοιτάζει. Στο πρόσωπο του είδα πάλι εκείνη τη γαλήνη και το συγκαταβατικό χαμόγελο με το οποίο τον είχα γνωρίσει. Τρέχω να τον προλάβω αλλά αυτό είναι μάταιο καθώς το πλοιαράκι απομακρύνεται γρήγορα. Μου φάνηκε ότι με χαιρέτησε. Οι σφυγμοί μου είναι στο κόκκινο. Είμαι ταραγμένος και κάθομαι στα σκαλιά γύρω από την πλατεία το αγίου Μάρκου με τα άπειρα περιστέρια και τις περισσότερες σκέψεις να μου θολώνουν το τοπίο. Η εμφάνιση του Χάρη, πάνω που πήγαινα να τον ξεχάσω, με έκανε να αισθάνομαι εγκλωβισμένος όπως ακριβώς με τα κτήρια που ήταν γύρω απ την πλατεία. Ήταν ένας τεράστιος χώρος με εκατοντάδες τουρίστες. Μια πλατεία αυστηρά οροθετημένη από παμπάλαια κτήρια. Στη μία άκρη δέσποζε η εκκλησία του αγίου και δεξιά της ένας τεράστιος πύργος.
Ξαφνικά κοιτάζω το ρολόι μου. Έπρεπε να βιαστώ γιατί για να πάω στο σταθμό χρειαζόμουνα καραβάκι. Μαζεύω πράγματα και τις σκέψεις μου και ξεκινώ. Σε μια ώρα φεύγει το τρένο για ….Ξέχασα το όνομα της πόλης που έδωσα ραντεβού. Αγοράζω έναν χάρτη της Ισπανίας που δεν μου λέει τίποτα. Είναι δυνατό να μου προκαλεί τέτοια σύγχυση η εμφάνιση αυτού του ανθρώπου; Σε τρία τέταρτα ήμουνα μπροστά στο γκισέ της όμορφης υπαλλήλου.
Με συγχωρείτε με θυμάστε;
Τι θέλετε μου απαντά με κάποια συγκατάβαση.
Σε ποια πόλη ήθελα να πάω;
Ίσως να μην της είχαν ξανακάνει αυτή την ερώτηση αν κρίνω από το ύφος που είχε όταν μου έλεγε για την Γρανάδα. Χαμογέλασα αμήχανα και έφυγα τρέχοντας μήπως και προλάβω κάποια κενή θέση στο τρένο με προορισμό τη νότια Γαλλία.
Σιγά-σιγά ξεθαρρεύω με τα αγγλικά μου. Τώρα πια μιλάω. Χτες το βράδυ νομίζω ότι σκεφτόμουνα κιόλας. Από ώρα βρίσκομαι στη χώρα που σημάδεψε την ιστορία της Ευρώπης με την επανάστασή της. Η χώρα του φωτός της σύγχρονης ιστορίας. Η Γαλλία ίσως είναι για μένα ο τόπος που εκφράζει με το πιο πειστικό τρόπο την σκέψη μετά τον διαφωτισμό. Εδώ δεν ευδοκιμούν οι θρησκείες. Αυτό είναι που την κάνει ίσως την πιο ενδιαφέρουσα χώρα για μένα. Πως καταφέρνουν οι άνθρωποι εδώ χωρίς την παρηγοριά που τους προσφέρει η αναφορά τους στον Θεό; Για μένα το τέλος της ζωής μοιάζει αβάσταχτο χωρίς τον Θεό. Φοβάμαι ότι πρέπει να το απωθήσω βίαια και δεν είναι η ανάγκη για μεταθανάτιο ζωή που με κάνει να τον επικαλούμαι.
Έχω κοιμηθεί περίπου 2 ώρες. Απέναντι μου κοιμάται μια γλυκιά κοπέλα. Δεν κατάλαβα τίποτε από την άφιξή της. Τουλάχιστον εκατό άνθρωποι ταξίδεψαν μαζί μου αυτές τις μέρες και ελάχιστους θυμάμαι. Το πρόσωπό της είναι γαλήνιο, τα μαλλιά της πλούσια και σπαστά. Τα χαρακτηριστικά της είναι απαλά και το ντύσιμο απλό. Είναι ένα πλάσμα που πλημμυρίζει την ψυχή μου με συμπάθεια. Κοιμάται ακίνητη. Σχεδόν απουσιάζει. Τι συμπαθείς που είναι οι άνθρωποι όταν κοιμούνται! Ο Μορφέας είναι αδελφός του Ορφέα όπως ο ύπνος αδελφός του θανάτου. Όλοι είμαστε πρόθυμοι να συγχωρέσουμε έναν νεκρό. Ακόμη και το μεγαλύτερο μίσος καταλαγιάζει μπροστά στη θέα του ανίσχυρου, του εκτεθειμένου, αυτού που ποτέ δεν θα ζητήσει τίποτε. Έχει κάνει την τελευταία και καλύτερη πράξη του. Έχει αφήσει ζωτικό χώρο για μας. Όλοι βαθιά τους το αναγνωρίζουμε. Σχεδόν νιώθουμε ευγνωμοσύνη γι αυτούς. Η κοπέλα όμως είναι ζωντανή και ξυπνάει. Μαζεύω το βλέμμα μου κι αφήνω την σκέψη μου δίπλα της. Τελικά η συμπάθεια αντανακλάται ιδίως όταν καμιά επιδίωξη δεν την βαραίνει. Πιάσαμε κουβέντα για τις σπουδές μας, για τις χώρες μας, για τη ζωή μας. Ο ήχος της φωνής της με συνεπήρε. Μοιραστήκαμε τον καφέ και τα τσιγάρα. Η ώρα όμως πέρασε και έφτασε ο σταθμός που θα κατέβαινε. Θυμάμαι ακόμα το ανάλαφρο βήμα της καθώς χανόταν μες στον κόσμο. Προσπάθησα να μην σκεφτώ τίποτε άλλο γι αυτή την ώρα που πέρασα μαζί της. Ήρθε κι έφυγε έτσι απλά. Δεν με βάραινε καθόλου η διάθεση κτήσης γι αυτό το πλάσμα που μου έκανε συντροφιά τόση ώρα. Αισθανόμουνα λεύτερος και πλήρης.
Έχει ώρα που πέρασα τα σύνορα της Ισπανίας. Το τοπίο παραμένει μεσογειακό. Βρίσκομαι στη χώρα των μεγάλων θαλασσοπόρων και κατακτητών των περασμένων αιώνων. Μια χώρα που πέρασε την ακμή της. Παρ όλα αυτά δεν δείχνει να είναι τραυματισμένη. Ίσως είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος τον τρόπο που σκέφτεται ένας λαός που ταξίδεψε τόσο.
Ο κόσμος στριμώχνεται στο βαγόνι και μόλις βολευτεί κοιτάζει το ρολόι του. Έχω την εντύπωση πως θέλουν να περάσει η ώρα του ταξιδιού τους. Αναρωτιέμαι πόσες φορές το χρόνος μας, τη μόνη μας περιουσία, δεν την πετάμε περιμένοντας να περάσει. Είναι μια αναμονή που μακραίνει τον χρόνο και κάνει το πέρασμά του βασανιστικό. Εμένα όμως τώρα το ρολόι μου κλέβει τα δευτερόλεπτα και τις ώρες και η Γρανάδα είναι ακόμα μακριά. Νομίζω ότι δεν θα προφτάσω το ραντεβού και η αδελφή μου θα φύγει απογοητευμένη. Όσο περνούν τα χιλιόμετρα ο αέρας του νότου μου γεμίζει τα πνευμόνια μου. Αρχίζει να μυρίζει λίγο από ανατολή και με ξαναφέρνει στις γειτονιές που μεγάλωσα. Οι άνθρωποι που ανεβαίνουν στο τρένο έχουν όλο και πιο ζεστή ματιά. Το πέρασμα του αράβικου πολιτισμού με την ισπανική περηφάνια δημιουργεί μια ατμόσφαιρα διαφορετική και εξόχως γοητευτική. Και εδώ αναπνέω τον αέρα που μπορεί να με κρατήσει στη ζωή.
Επιτέλους φτάνω στη Γρανάδα μόλις με μιάμιση ώρα καθυστέρηση. Το ρολόι δείχνει 9και 30. Ο σταθμός ερημώνει και δεν με περιμένει πια κανένας. Η όμορφη και ζεστή νύχτα της Μεσογειακής χώρας στην αρχή του καλοκαιριού δεν συγκρίνεται με τίποτα. Με αγκαλιάζει και μου προσφέρει την γλυκιά αίσθηση της ασφάλειας. Λίγο έξω απ το σταθμό υπάρχουν κάποια αναπαυτικά παγκάκια και η νύχτα θα περάσει ξεκούραστα.
Η Γρανάδα είναι μια υπέροχη πόλη. Ο αραβικός πολιτισμός έχει αφήσει τα σημάδια του πολύ έντονα και οι κάτοικοι κατάφεραν να συνδυάσουν το παλιό με το νέο. Αφήνομαι να περιπλανηθώ με την εξουσία του ξένου. Είμαι αυτός που απλώς παρατηρεί και στέκεται αμέτοχος σ αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Τίποτε δεν με αγγίζει κι όμως όλα έχουν ενδιαφέρον. Αυτή η αίσθηση της πρώτης παιδικής ηλικίας μου που ξαναβρίσκω στα ταξίδια, είναι αυτό που ζητάω τόσα χιλιόμετρα μακριά απ τον τόπο μου. Η αίσθηση της ελευθερίας μακριά από όλα αυτά που μόνος μου διάλεξα για τον εαυτό μου.
Στην αγορά βρήκα ένα ζευγάρι υπέροχα σκουλαρίκια. Θα αρέσουν στην αδελφή μου. Τα αγοράζω παρότι δεν ελπίζω να τη δω παρά μόνο στην πατρίδα μας. Αφήνομαι να χαθώ στους δρόμους. Ο δυνατός ήλιος με έχει ζαλίσει. Τα ανάκτορα της Αλάμπρα σε ταξιδεύουν εκατοντάδες χρόνια πίσω. Σταδιακά αποβάλλω και τον ρόλο του τουρίστα.
Ξαφνικά ακούω το όνομά μου. Είναι η Μαρία και η Θοδώρα ! Οι αγκαλιές ανοίγουν. Οι φωνές και η χαρά ταράζουν τους περαστικούς. Είναι καταπληκτικό. Συναντηθήκαμε τυχαία! Γυρνούσαν να αγοράσουν τα σκουλαρίκια που είχα πάρει. Η τύχη έπαιξε το παιχνίδι της με τον καλύτερο τρόπο. Οι ψυχές μας γέμισαν με την παρουσία. Η μοναξιά έδωσε τη θέση της στην επαφή, στο μοίρασμα του καφέ και του ρυζιού στην κεντρική πλατεία. Την άλλη μέρα κιόλας ξεκινούσαμε για τον Αλκγέκιρα κι από εκεί στο Μαρόκο.



Κεφάλαιο 4ο

Είμαστε στην Αφρική. Το Μαρόκο είναι μια απ τις χώρες που ακουμπούν στο χάος που λέγεται Σαχάρα. Το χάος που τρομάζει και πείθει για την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη για την μηδαμινότητά της. Η έρημος είναι το καμίνι που γνωρίζει τον άνθρωπο με τον Θεό του. Απ την έρημο ξεκίνησε και καρποφόρησε η πίστη. Στα εύφορα λιβάδια ξέφτισε και μαράθηκε. Την έρημο ένιωσα να την φοβάμαι και να την αγαπώ ταυτόχρονα. Ο κόσμος εδώ είναι άλλο πράγμα. Η μυρωδιά της ανατολής που κορυφώνεται στα παζάρια της γεμίζει τον τόπο. Αυτά τα παζάρια που είναι γεμάτα με μαγεία και απίθανη ζωή. Εδώ όλα είναι απρόβλεπτα και μυρωδάτα και το αντίθετο απ τα πολυκαταστήματα του πολιτισμένου κόσμου. Οι πωλητές ολοζώντανοι και έτοιμοι να κάνουν το πάν για να σε ξεγελάσουν. Ένα παιχνίδι ατελείωτο και συναρπαστικό που πάνω απ όλα έχει να κάνει με τις ψυχές. Ο άνθρωπος εκεί θα ακουμπήσει πρώτα την ψυχή σου για να βγάλει το ψωμί των παιδιών του. Το μόνο που απουσιάζει απ αυτά είναι η ψεύτικη κι απόμακρη σοβαροφάνεια των θαμώνων των super market. Στα παζάρια της ανατολής υπάρχει ο άνθρωπος. Στα πολυκαταστήματα της δύσης υπάρχει η ψευδαίσθηση της εξουσίας. Τα πάντα είναι μπροστά σου και σε περιμένουν να τα κατακτήσεις και συ ο άμοιρος πελάτης ελευθερώνεις το αρπακτικό και την διάθεση για λεηλασία που κρύβεις μέσα σου. Εκεί δεν υπάρχει ο άνθρωπος που θα υπερασπιστεί τα φανταχτερά αγαθά που κείτονται μπροστά σου. Γι αυτό είμαστε όλοι σοβαροί όταν βρισκόμαστε μέσα στον ναό των αρπακτικών. Εδώ οι φωνές, τα αλισφερίσια και η ανθρώπινη επαφή σου αφήνουν μια γλυκιά ζαλάδα. Στο τέλος το τσάι κι ο ναργιλές σε χαλαρώνουν.
Το πρωινό ξεγλίστρησα απ την παρέα και βρέθηκα στους δρόμους της Ταγγέρης να αλλάζω «σπααχερ» (καλημέρα) με τους ντόπιους. Απολάμβανα ότι με περνάνε για Μαροκινό. Η φτώχια ήταν εμφανής γύρω μου και είναι αλήθεια με στεναχωρούσε λίγο. Μπορούσες να δεις ανθρώπους αφημένους στη μοίρα τους που από το πρωί είχαν αρχίσει να ζητιανεύουν ένα κομμάτι ψωμί ή να καπνίζουν χασίς. Κάποιοι ακόμη κοιμόταν στο πεζοδρόμιο με την μπλούζα τους να σκεπάζει το κεφάλι αφήνοντας την πλάτη ξεσκέπαστη. Μόλις καταλάβαιναν ότι δεν είμαι δικός τους έβλεπες στα μάτια τους τη ντροπή για την καταγωγή τους. Αυτοί οι άνθρωποι αισθανόταν ένα αίσθημα κατωτερότητας για κάτι που οι περισσότεροι δεν είχαν καμιά ευθύνη. Έτυχε απλά να γεννηθούν σε ένα τόπο που είχε ληστευτεί παλιότερα και σήμερα θανατώνει τα παιδιά του.
Τα βήματα μου με οδήγησαν έξω απ την πόλη. Το νεκροταφείο τους ήταν απλό και χωρίς φράχτη. Οι νεκροί εδώ δεν είναι μαντρωμένοι μέσα στα αποστειρωμένα κοιμητήρια της Δύσης ή καμένοι μέσα στους απρόσωπους κλιβάνους που αφήνουν ελάχιστη στάχτη. Ένα δοχείο στάχτη που οι συγγενείς δεν έχουν τι να το κάνουν. Εδώ τους νεκρούς δεν τους εχθρεύονται, δεν τους φοβόνται , τους αφήνουν να υπάρχουν μαζί τους.
Από μακριά είδα την φιγούρα του. Είχε γίνει ο γλυκός μου παραλογισμός. Ήμουνα σχεδόν σίγουρος ότι θα τον ξανάβλεπα σ αυτόν τον χώρο. Οι συνθήκες ήταν οι ίδιες με τις άλλες φορές. Ήμουνα ήρεμος και μόνος. Πλησίασε ήρεμα και κάθισε πάνω σε μια πλάκα. Το πρωινό είχε προχωρήσει. Ήταν ένα κατακάθαρο πρωινό από εκείνα που ο ήλιος κάνει τα πάντα πραγματικά και λαμπερά χωρίς ίχνος σκιάς. Μου πέρασε απ τον νου να το αγγίξω. Σύντομα κατάλαβα ότι δεν υπήρχε περιθώριο για κάτι τέτοιο. Πήρα τη θέση του μαθητή και περίμενα να αρχίσει. Πείρε ένα κομμάτι από ξύλο και χάραξε στο χώμα μια γραμμή.
- Από εδώ είσαι εσύ, και από απέναντι όλος ο κόσμος. Συνήθισες να ξεχωρίζεις το εαυτό σου από το υπόλοιπο το άπειρο. Είναι μια χαρακιά που δεν μπορούμε να την ξεπεράσουμε. Αυτό είναι που κάνει το τέλος μας παράλογο. Πως είναι δυνατό να σβήσουν όλα; Αν είσαι όμως μαζί με όλο τον κόσμο τα πράγματα είναι ποιο εύκολα. Ποιος λυπάται για τον χαμό ενός κυττάρου του; Ούτε καν το ίδιο. Δεν αφέθηκες να υπάρχεις μες στη θάλασσα του κόσμου.
- Δηλαδή , τόλμησα να ψελλίσω, να αρνηθώ τον εαυτό μου;
Το άτομο, αυτό που ορθώνεται μπροστά κάθε στιγμή. Συνεχώς κάνουμε το ίδιο λάθος. Ατομικά δικαιώματα, ελευθερίες και να που φτάσαμε, όλος ο κόσμος είναι στημένος απέναντι. Τελευταία μπήκε και πίσω απ το γυαλί.
Δεν είναι λιγάκι τρελό να αλλάξω μόνος μου αυτή τη σχέση;
Τρελός είναι ο δρόμος που πήραμε αγόρι μου.
Το αεράκι της ερήμου μου στέγνωνε το στόμα. Κοίταζα τη γραμμή στο χώμα και μέσα μου. Έπρεπε να απαρνηθώ την επάρκεια της νόησής μου, τη δύναμη της λογικής που έτσι κι αλλιώς δε με βγάζει πουθενά…
Η ώρα έχει περάσει. Έμεινα αποσβολωμένος να συλλογίζομαι, ώσπου μια συνοδεία μαροκινών με επανέφερε στον κόσμο μας. Ο Χάρης είχε φύγει. Πήρα το δρόμο της επιστροφής. Αυτή τη φορά νομίζω ότι ήμουνα πολύ ποιο μπερδεμένος από οποιαδήποτε άλλη. Είχα καταλάβει ελάχιστα. Στο δρόμο σκεφτόμουνα πως θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον θάνατο, τη μέρα χωρίς τη νύχτα … Εκεί ήταν που αποφάσισα να αλλάξω τα σχέδια του ταξιδιού μου. Ήταν Ιούνιος , μπορούσα να προλάβω σ ένα μέρος της Ευρώπης τη μέρα χωρίς νύχτα. Κάπου που να μπορώ να συναντήσω τον ήλιο του μεσονυχτίου. Ήταν τρελό το ήξερα αλλά ξαφνικά απέκτησε νόημα το ταξίδι μου είχα ένα χειροπιαστό στόχο που μπορούσα να τον πετύχω. Θα πήγαινα στη Νορβηγία μέσα στο πολικό κύκλο σε μια πόλη που τη θυμόμουνα απ τη γεωγραφία , το Νάρβικ. Κάπου εκεί στο βορά υπάρχει ένα μέρος που ο ήλιος, η πηγή της ζωής δεν χάνεται καθόλου αυτή την εποχή. Ήθελα να ζήσω το φως που δεν περιμένει το σκοτάδι.
Τα κορίτσια στο ξενοδοχείο είχαν ξυπνήσει και είχαν φρεσκαριστεί κιόλας. Πάντα με άφηνε έκπληκτο η δυνατότητα κάποιων ανθρώπων να διατηρούν την εμφάνισή τους ακόμη και στις δυσκολότερες συνθήκες. Η αδελφή μου και η φίλη της ήταν δυο υπέροχα πλάσματα που όμως έπρεπε να αφήσω και να φύγω μόνος. Όταν πρόκειται για παραλογισμούς είναι δύσκολο να βρεις παρέα. Το ταξίδι τους θα τελείωνε σε δέκα μέρες έτσι αποφασίσαμε να περάσουμε στην Ισπανία δυο τρεις μέρες μαζί και μετά να χωρίσουμε για να ακολουθήσει ο καθένας τον δρόμο του. Περάσαμε ξανά το Γιβραλτάρ για να βρεθούμε και πάλι στο δυτικό κόσμο. Αυτό το πέρασμα από την ανατολή στη δύση είναι για μένα ένας τρόπος ζωής και μια κατάρα μαζί. Απ τη μια η ανατολή με την ατέλειωτη γοητεία της και τη βαριά αρρώστια της και απ την άλλη η δύση με την πίστη της στη λογική και τα φανταχτερά της επιτεύγματα. Οι μισοί από μας βλέπουν προς τη δύση και χάνουν την ψυχή τους και οι άλλοι ζούνε την ανατολή και καταριόνται τη μιζέρια τους.
Η Ισπανία μας έδειξε όση απ την ομορφιά της προλάβαμε να δούμε. Τολέδο Μαδρίτη , Βαρκελώνη. Η κάθε πόλη με την ομορφιά της που τόσο αδικήσαμε περνώντας γρήγορα απ αυτές. Ένα πέρασμα βλέποντας μόνο τα αξιοθέατα με μια τόσο βιαστική ματιά, μια χυδαία κατανάλώση χωρίς ίχνος αγάπης σαν αυτή που κάνουμε συνήθως. Εν τέλει για να χαρείς κάτι πρέπει να έχεις το χρόνο να το αγαπήσεις. Συγγνώμη όμορφη μου Ισπανία μα πρέπει να βιαστώ γιατί το εισιτήριο μου λήγει. Δεν θα ήθελα να γυρίσω πίσω πριν προλάβω να φτάσω στο Νάρβικ.

Κεφάλαιο 5ο


Είμαι στο δρόμο για την Καρλσρούη. Αρκετές ώρες μέσα στη Γερμανία. Εδώ τα πράγματα είναι σαφώς διαφορετικά. Το τοπίο έχει γίνει πολύ ποιο βόρειο. Οι μεγάλες πεδιάδες , τα κωνοφόρα και η τάξη κυριαρχούν εδώ. Απέναντι μου ένας κύριος με γραβάτα και ακριβό χαρτοφύλακα. Φοράει rolex, πολύ καλό πουκάμισο και τον αέρα του πετυχημένου. Απορώ πως ξέπεσε στο κουπέ μου. Ίσως δεν βρήκε εισιτήριο στη πρώτη θέση. Απ την αρχή έδειξε να ενοχλείται που θα ήμασταν στο ίδιο κουπέ. Έβγαλα τον καπνό κι άρχισα να στρίβω ένα τσιγάρο. Τα στριφτά είναι σαφώς φτηνότερα και αρκετά ποιο βαριά. Συμφέρουν από κάθε άποψη. Εκεί που είχαν φτάσει τα οικονομικά μου έπρεπε να υπολογίζω ακόμη και τα τσιγάρα. Έχω ξεφύγει λίγο από τον προϋπολογισμό μου που έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ σφιχτός. Είναι και οι χώρες αρκετά ποιο ακριβές και τώρα εμφανίζεται μπροστά μου το φάσμα της πείνας. Η αλήθεια είναι ότι μπορώ να αγοράσω καθημερινά ένα ψωμί και ένα μπουκάλι γάλα. Έχω κάνει το γεύμα μου το πρωί και το μοναδικό κομμάτι ψωμί θα πρέπει να το κρατήσω για το βράδυ γιατί αλλιώς δεν θα μπορώ να μπορώ να κοιμηθώ.. Οι μυρωδιές από το κολατσιό που κάνουν στο διπλανό κουπέ έρχονται μεθυστικές. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι αυτό που νιώθει κάθε ζωντανός οργανισμός πάνω σ αυτό τον πλανήτη.
Νομίζω ότι αν ήθελε κάποιος να περιγράψει με μια λέξη όλους τους οργανισμούς με μια λέξη θα μπορούσε να τους πει πεινασμένους. Θα είχε περιλάβει όλα τα ζώα, όλα τα ψάρια όλα τα πτηνά και όλους σχεδόν τους ανθρώπους με εξαίρεση μόνο κάποια εκατομμύρια των ευρωπαίων και των αμερικάνων φίλων μας. Ο κύριος απέναντι ξεδιπλώνει αργά μια σακούλα και αρχίζει να καταναλώνει ένα καταπληκτικό σάντουιτς. Η αίσθηση τις όσφρησης γίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητη σε όταν έχεις καιρό να γευτείς ένα πραγματικό γεύμα. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα επιθυμούσα τόσο πολύ ένα κομμάτι ψωμί με λίγο κασέρι και μια λεπτή φέτα σαλάμι. Ο ευτραφής συνταξιδιώτης μου συνεχίζει να προσθέτει θερμίδες και λίπος στο σώμα του για τις ώρες της πείνας που όμως δεν θα έρθουν ποτέ. Παράλληλα ασχολείται και με τη συσσώρευση χρημάτων για να νοιώσει την ασφάλεια. Μια στάση σχεδόν από ένστικτο. Η αγάπη σου φίλε μου για το δικό σου, που έγινε ισχυρότατο ταμπού, είναι η ανάγκη σου για ασφάλεια. Μόνο έτσι μπορώ να σου δικαιολογήσω το σεβασμό που τρέφεις για το περιεχόμενο του πορτοφολιού σου. Μπορείς να μοιραστείς τα πάντα εκτός από το χρήματά σου. Είναι η ελπίδα σου και η παρηγοριά σου, η γλυκιά καταφυγή της σκέψης σου. Όταν πιάνεις το χαρτί και το μολύβι αισθάνεσαι ότι τα πάντα είναι κάτω απ το έλεγχό σου. Όλα συνηγορούν ότι αξίζει κάθε θυσία από τη μεριά σου. Ο κόσμος γύρω, η αποδοχή τους, η εξουσία που κερδίζεις σε κάνουν να έχεις τη ψεύτικη αίσθηση ότι υπάρχει επί τέλους η ασφάλεια. Δυστυχώς όμως το βλέπεις καθαρά. Τίποτε απ αυτά δε σε γλιτώνει απ τη φθορά και απ αυτό που φοβάσαι περισσότερο. Ήδη οι ρυτίδες έχουν αρχίσει να σκάβουν το πρόσωπο σου. Σε κάποια χρόνια σίγουρα θα έδινες τα πάντα για να σου δώσει ο θάνατος λίγες μέρες πίσω απ αυτές που σπατάλησες κερδίζοντας χρήματα. Δεν χρειάζεται να στα πω εγώ φίλε μου, τα νιώθεις πολύ καλά τις στιγμές της ειλικρίνειας σου μόνο που δε θέλεις να τα παραδεχτείς και μπαίνεις όλο και βαθύτερα μέσα στον γλυκό φαύλο σου κύκλο. Το κυνήγι των χρημάτων σαν αυτοσκοπός δεν είναι τίποτε άλλο απ την προσπάθεια να πάρεις από κάποιον πλούτο και να τον δόσεις σε κάποιον άλλο, κάτι σαν να μεταφέρεις νερό από το ένα μέρος της θάλασσας και να το αδειάζεις κάπου αλλού, τίποτε πέραν τούτου. Δεν γυρνάς το βλέμμα σου προς το υπέροχο δάσος των κωνοφόρων που αφήνουμε πίσω μας γιατί η ψυχή σου μίκρυνε και δεν χωράει όλη αυτή την ομορφιά.
Είναι τέσσερις το πρωί και κατεβαίνω στην Καλσρούι. Ο σταθμός έχει λίγους ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ καλά τον προορισμό τους. Το τρένο που θα πάρω ξεκινάει στις οκτώ το βράδυ, έχω μπροστά μου μια ολόκληρη μέρα για να γνωρίσω μια γερμανική πόλη. Δεν έχει ξημερώσει ακόμη. Αράζω σ ένα κάθισμα και περιμένω να φέξει. Το επερχόμενο πρωινό μου δίνει πάντα δύναμη. Η μέρα έρχεται να δώσει πάλι τη ζωή. Κάνω την σπατάλη να προσφέρω στον εαυτό μου μια κούπα ζεστό καφέ. Έχω μέρες να απολαύσω κάτι τέτοιο. Η μυρωδιά και η γεύση του με κάνουν να κλείνω τα μάτια από ηδονή. Έχω καταναλώσει χιλιάδες καφέδες μέχρι τώρα αλλά μου φαίνεται ότι μόλις τώρα ανακαλύπτω τη γεύση του.
Σε λίγο καταλαβαίνω ότι δεν είμαι ο μόνος στο σταθμό που δεν τρέχω. Στα διπλανά καθίσματα είναι τρεις άνδρες γύρω στα πενήντα που μιλάνε μεγαλόφωνα. Κάποια στιγμή απευθύνονται σε μένα. Η μπόχα του αλκοόλ με χτυπάει στο πρόσωπο. Χειρονομούν και φωνάζουν. Έχω την αίσθηση ότι κάτι θέλουν να μου πουν. Είμαι ξένος και αυτό τους δίνει ου έχουν όλοι κάτι κοινό μεταξύ τους. Μια δύναμη κόντρα σε κάθε λογική τους πάει ακριβώς εκεί που φοβόνται. Προκαλούνε ακριβώς αυτό που τους τρομάζει. Η τάση για να καταστρέψουν τη ζωή τους δείχνει ακαταμάχητη. Μου θυμίζει τον σκορπιό που βλέποντας το τέλος του κεντρίζεται και πεθαίνει. Η ζωή τους δεν περπάτησε παρέα με τα όνειρά τους και τώρα δεν την θέλουν. Ίσως και να θέλουν την συμφιλίωση με τον αναπόφευκτο θάνατο. Είναι μια γλυκιά παραίτηση από έναν αγώνα με γνωστή την έκβασή του. Όλοι δηλώνουν με πόνο ότι τους πρόδωσε η ζωή τους. Κανείς δεν αναρωτήθηκε που βρίσκεται το σπέρμα του κακού. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι η συμφορά τους ξεκίνησε όταν, τους στάλαξαν μες στην ψυχή τους το μικρόβιο της ελπίδας. Τότε που τους ζήτησαν να απαρνηθούν τη ζωή τους για να έχουνε ελπίδες. Εκεί ενέδωσαν και πέρασε έτσι όλη η ζωή. Τώρα τους έμεινε μονάχα το τυπικό τελείωμα. Οι θαρραλέοι τελειώνουν γρήγορα, οι άλλοι προφταίνουν να γελοιοποιηθούν κιόλας.
Το πρωινό ήταν σαν ανοιξιάτικο. Τοποθέτησα το σακίδιό μου σε μια θυρίδα και λεύτερος από το βάρος άρχιζα την γνωριμία μου με την Καρλσρούη. Ο αέρας με ζωογονούσε ευχάριστα. Στην αρχή ένιωθα όμορφα περπατώντας σε μια ξένη πόλη που το χαρακτηριστικό της ήταν η τάξη. Οι δρόμοι της ήταν υπερβολικά καθαροί. Τα αυτοκίνητα σταματούσαν με την υποψία ότι θα ήθελα να περάσω απέναντι. Ο κόσμος ήξερε που πήγαινε. Η μόνη παραφωνία σ αυτή την άψογη πόλη ήμουν εγώ που έχοντας έναν χάρτη στο χέρι το μόνο που ήξερα ήταν ότι το βράδυ έπρεπε να βρίσκομαι στο σταθμό για το επόμενο ταξίδι μου. Στην αρχή ξαφνιάστηκα με την καλοστημένη αυτή πόλη. Νόμιζα ότι ήμουνα σε ένα κόσμο φτιαγμένο να λειτουργεί όπως ένα ελβετικό ρολόι κι εγώ ήμουνα η σκόνη που ενοχλούσε τα γρανάζια του. Φαινόταν όλα τόσο τέλεια που άρχισαν να με ενοχλούν. Τα λεωφορεία και τα ταξί σα κουρντισμένα κυκλοφορούσαν με τάξη θαυμαστή. Ο θόρυβος ήταν σαν μια επίπεδη βοή χωρίς ούτε ένα κορνάρισμα. Η έκπληξή μου γι αυτόν τον κόσμο άρχισε να μεταβάλλεται σε αγωνία. Έψαχνα για μια ατέλεια, ένα ραγισμένο τζάμι ,ένα σκουπίδι στο κράσπεδο ή έστω μια τόση δα μικρή σκουριά σε κάποιο κάγκελο. Ακόμη και οι κάδοι των σκουπιδιών ήταν στη θέση τους και δεν βρομούσαν. Έψαχνα μια ατέλεια για να μπορέσω να αισθανθώ οικεία. Προσπαθούσα να πιαστώ από κάπου να αγαπήσω αυτή την πόλη, αλλά τίποτε. Μέχρι το μεσημέρι είχε παγώσει τελείως η ψυχή μου. Από μικρός αντιπαθούσα τις ηλιόλουστες εκείνες Κυριακές που δεν τις σκίαζε τίποτε. Η ευτυχία του τέλειου με απωθούσε περισσότερο κι απ την ίδια την δυστυχία. Τα μελιστάλαχτα τραγουδάκια του κατηχητικού, τα στρουμπουλά παιδάκια με τα βλακώδη προσωπάκια τους και οι ευγενικές μαμάδες για μένα ήταν πάντα κάτι σαν εφιάλτης. Εδώ αυτός ο εφιάλτης είχε το βασίλειό του.
Βρήκα καταφύγιο στο πάρκο. Ήταν ένα τεράστιο καταπράσινο πάρκο με λιγούστρα, έλατα πεύκα και ένα σορό άλλα φυτά. Χάθηκα μέσα στα μονοπάτια ως που ηρέμησα από το σοκ της καλοκουρδισμένης πόλης. Όλα εκείνα τα καλοστημένα είχαν κάτι που δεν μπόρεσε να αγγίξει η παρανοϊκή δράση του κηπουρού. Η φύση αντιστέκεται στον ορθολογισμό μας. έχει μέσα της μια αρμονία που συνδέει τη ζωή και το θάνατο χωρίς να απαρνείται τίποτε απ αυτά. Σε λίγο ήμουνα πολύ μακριά απ τον θόρυβο και γύρω μου δεν ήταν κανείς. Κάποιο σκιουράκι μόνο με κοιτούσε από απόσταση δυο μέτρων. Μοιραστήκαμε το ψωμί που μου είχε μείνει απ το πρωί. Ήταν ένας φίλος που ήξερα τι μου ζητούσε και τι μπορούσε να μου δώσει.
Ο δρόμος για το αρκτικό κύκλο που είχα πάρει περνούσε και απ το Αμβούργο. Υπήρχε πάντοτε η αγωνία αν θα προλάβαινα να ολοκληρώσω το ταξίδι μου πριν λήξει το εισιτήριό μου. Νομίζω ότι είχαν μείνει γύρω στις δεκαπέντε μέρες. Ακόμη ήταν 24 Ιουνίου δηλαδή είχε περάσει εδώ και δύο μέρες το θερινό ηλιοστάσιο. Το Νάρβικ είναι δυόμισι μοίρες πάνω απ τον αρκτικό κύκλο και αν οι υπολογισμοί μου ήταν σωστοί ο ήλιος πρέπει να προχωράει 1ο περίπου σε τρεις μέρες . Με άλλα λόγια θα έπρεπε να είμαι στο Νάρβικ οπωσδήποτε μέχρι την πρώτη του Ιουλίου αν ήθελα να προλάβω τον ήλιο του μεσονυκτίου.
Με το που κατεβαίνω στο Αμβούργο η καταλαβαίνω ότι βρέθηκα μέσα σ ένα κόσμο πολύ πιο χαοτικό, η μυρωδιά του λιμανιού είναι διάχυτη παντού. Είμαι αρκετά κουρασμένος και σε συνδυασμό με την συννεφιά που υπάρχει έξω νομίζω πως η καλύτερη λύση είναι να βρω μια γωνιά να αράξω. Όλες αυτές τις μέρες προσπαθώ να μη δίνω στόχο για να μην με ενοχλήσει κανένας αστυνομικός. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ούτε μια περιπέτεια με τα όργανα της τάξης παρ όλο που η εμφάνιση μου είναι πολύ μακριά από τα από τα καθώς πρέπει.
Σε λίγο με έχει πάρει ο ύπνος. Ένας ύπνος ταραγμένος. Η ώρα αναχώρησης μου ήταν στις 5 και 30. Ξυπνάω στις 3 το πρωί. Στο μέρος που βρίσκομαι δεν υπάρχει κανείς. Νιώθω ταραγμένος. Ο φόβος βρήκε τρόπο και τρύπωσε στην ψυχή μου. Αισθάνομαι μια απειλή να με γυροφέρνει. Δεν βλέπω κάτι αλλά αυτή η απειλή μεγαλώνει μέσα μου και νιώθω απροστάτευτος. Νομίζω ότι είμαι στη διάθεση καθενός που δεν συμπαθεί τους ξένους απ τον νότο. Δεν κατάλαβα πως έχασα το παιχνίδι απ τα χέρια μου και κυριάρχησε ο πανικός επάνω μου. Μένω ακίνητος σ ένα παγκάκι στο σταθμό του Αμβούργου στις 4 το πρωί παραλυμένος χωρίς να μπορώ να κάνω το παραμικρό. Αφέθηκα να βιώσω το χειρότερο των συναισθημάτων που μπορεί να ταλαιπωρήσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα τρυπούσαν άπειρες μικρές καρφίτσες και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ο νους μου πάσχιζε να ξεφύγει απ τις δαγκάνες του φόβου μέχρι που έκανα την απλούστατη σκέψη: Ποια είναι η χειρότερη εκδοχή της απειλής που αισθανόμουνα; Αν το δεχόμουνα ίσως και να ξαλάφρωνα λιγάκι. Ο φόβος έχει πάντα την αναφορά του στην απειλή της ύπαρξης…Οι ρίζες του τις περισσότερες φορές είναι βαθιά μες στην ψυχή μου κι είναι έτοιμος να λευτερώσει τα σκυλιά που θα με κάνουν να το βάλω στα πόδια. Τα σκυλιά όμως ορμάνε σε όποιον τα φοβάται. Η πιθανότητα να παύσω να ζω εκείνο το χάραμα στο Αμβούργο ορθώνονταν μπροστά μου άλλοτε σαν θηρίο που άλλοτε καλμάριζε λιγάκι κι άλλοτε θέριευε πάλι.
Ήταν μια στιγμή που το μυαλό μου δραπέτευσε και σαν μέσα σε μια απρόσμενη ενόραση, αποδέχτηκα το τέλος μου. Ήταν μια αποδοχή της που σε άλλες συνθήκες θα ήταν αδιανόητη, εκείνο το πρωινό στο Αμβούργο μου φάνηκε τόσο φυσική. Μεμιάς το θηρίο που με είχε αρπάξει άρχισε να διαλύεται. Τα χέρια μου και τα πόδια μου λειτουργούν ξανά και το μυαλό μου λευτερώνεται. Η χαλάρωση ξεκινά απ το μυαλό μου και διαποτίζει όλο το κορμί μου…Η λευτεριά με κέρδισε ξανά. Έτσι γίνεται πάντα ο δεσμώτης φόβος σταματά να ελέγχει τον νου μου όταν δεν του δώσω εγώ την εξουσία να κάνει κάτι τέτοιο…


Κεφάλαιο 6


Μόλις έφτασα στη Στοκχόλμη. Αυτό που με απασχολεί σήμερα είναι αν θα προλάβω στο Νάρβικ να ζήσω τη μέρα που δεν τελειώνει, τον ήλιο του μεσονυκτίου το σκοπό για τον οποίο έκανα τόσα χιλιόμετρα. Η συννεφιά μου στερεί την αισιοδοξία του φωτοδότη Ήλιου. Αυτό το αστέρι που απλόχερα μοιράζει τη ζεστασιά του είναι και σήμερα κρυμμένο. Τα συνηθισμένα ηλίθια ερωτηματικά άρχισαν πάλι να με πολιορκούν. Τι δουλειά έχω εδώ πάμφτωχος και μόνος να αλλάζω τρένα για να πάω να δω ένα φυσικό φαινόμενο που έτσι κι αλλιώς το ήξερα πολύ καλά. Το κρύο εδώ είναι έντονο ακόμη και στο τέλος του Ιουνίου. Σήμερα θα πρέπει να διαθέσω το προϋπολογισμό της μέρας για να πάρω ένα ζευγάρι κάλτσες γιατί θα κρυώσω και τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα.
Αυτή η πόλη η πρωτεύουσα των Σουηδών είναι η πόλη των Νόμπελ. Εδώ μεγάλοι επιστήμονες γεύτηκαν την μεγαλύτερη αναγνώριση που μπορούσαν να έχουν. Μυαλά σαν τον Αϊνστάιν, ευαίσθητοι δημιουργοί και μεγάλοι ειρηνιστές αισθάνθηκαν το ρίγος της απόλυτης δόξας. Το ινστιτούτο των Νόμπελ ή η Σουηδική ακαδημία είναι ο χώρος που το όνειρο συνάντησε την πραγματικότητα για εκατοντάδες από τους εξυπνότερους ανθρώπους του αιώνα μας. Χιλιάδες άλλοι μόχθησαν και μόνο στα ανομολόγητα όνειρά τους φαντάστηκαν τον εαυτό τους να μπροστά στις κάμερες και τους επισήμους να βραβεύονται με ένα νόμπελ. Χιλιάδες ζωές θυσιάστηκαν μ αυτό το όνειρο.
Καθόμουνα μπροστά στην ιστορική τους βιβλιοθήκη και απολάμβανα ένα στριφτό τσιγάρο. Δεν ξέρω πως μου ήρθε η σκηνή που απόλαυσα λίγους μήνες πριν στο δικό μας πανεπιστήμιο. Όποιος δεν έχει δει δύο καθηγητές να μαλώνουν δεν έχει δει τίποτε. Δεν έχουν να ζηλέψουν ούτε στο κάλος ούτε στην ευρηματικότητα από δύο νοικοκυρές που βρίζονται γιατί η μια τίναξε τα χαλιά της πάνω στα φρεσκοπλυμένα ρούχα της άλλης. Ήταν ένα φαινόμενο κωμικό και τραγικό μαζί. Οι άνθρωποι αυτοί ήθελαν την θέση , τον τίτλο ή την όποια καταξίωση. Φαινόταν ανάγλυφα η αγωνία τους όταν αντιλήφθηκαν ότι ένα αναπάντεχο εμπόδιο είχε μπει στο δρόμο που είχαν σχεδιάσει. Απ τα μάτια μου πέρασε ο επικήδειος των δύο ευφυών και ικανών καθηγητών μου. Θα ήταν τόσο στολισμένος που θα ικανοποιούσε τα αυτιά τους αν μπορούσαν να τον ακούσουν. Ίσως στα τολμηρά τους όνειρα την ώρα που αφήνουν τον εαυτό τους λεύτερο να σκεφτόταν κάποιο νόμπελ να στολίζει τον τοίχο του σπιτιού τους, Όταν μένει ο άνθρωπος μόνος καμιά φορά η ματαιοδοξία φουσκώνει τα πανιά της φαντασίας και τα πάει σε λιμάνια που έφτιαξε ο φόβος της εξαφάνισης. Ο φόβος να μη μείνει τίποτε απ το πέρασμά τους απ αυτή τη μικρή ζωή. Στο βωμό της υστεροφημίας έχουν αναλωθεί ολόκληρες ζωές. Προσπάθησαν να αφήσουν ίχνη στο πέρασμά τους λες και σημαίνουν κάτι αυτά τα ίχνη, λες και είναι μια απάντηση σ αυτόν που καταστρέφει τα πάντα. Όταν το τέλος αρχίζει να γίνεται ορατό τότε πολύ συχνά η απάντηση στο ερώτημα της ύπαρξης είναι επιτακτική. Συχνά μια τέτοια ανάγκη μεταβάλλεται σε αυτοσκοπό και πηγή δυστυχίας για το ίδιο και για τους γύρω του. Το αποτέλεσμα : θυσιάζονται μεταξύ των άλλων και η αξιοπρέπεια. Είναι λυπηρό να βλέπεις αξιόλογους ανθρώπους να
Δεν μου αρέσει είναι πολύ σοφιστικέ και στεγνό.
ξεφτιλίζονται μ αυτόν τον τρόπο. Πολιτικοί ,καλλιτέχνες και επιστήμονες είναι ομάδες με τα καλύτερα μυαλά που πιάνονται στο δόκανο της υστεροφημίας. Για τον εαυτό τους κρατούν την πίκρα της μη πειστικής απάντησης στον θάνατο, και για τους άλλους τα δεινά του στρυφνού τους χαρακτήρα. Μερικές φορές η γελοιοποίηση έρχεται να επιστεγάσει την όλη προσπάθεια.
Περνώντας μπροστά από την σουηδική Ακαδημία μου φάνηκε ότι έχασε κάτι από την λάμψη της. Δεν υπήρχε ποια εκείνο το φως που έφτανε μέχρι την χώρα μου.
Βρήκα και αγόρασα ένα ζευγάρι κάλτσες και σε λίγο ήμουνα σε μια πλατεία με ένα άγαλμα γυμνών χορευτών. Η ώρα πέρασε κουβεντιάζοντας με κάποιους που είχαν την καλοσύνη να ξοδέψουν τον χρόνο τους μαζί μου. Ευτυχώς τα αγγλικά μου ήταν μέτρια και δεν προσπάθησα να μοιραστώ τις σκέψεις μου. Ήταν ακόμη νεογέννητες και δεν άντεχαν την κακοποίηση της κουβέντας. Οι γλώσσες συνήθως κουράζουν τους ανθρώπους και στραγγαλίζουν τα νοήματα
Η επόμενη στάση μου ήταν στο Όσλο κι από εκεί για κάποιο φιόρδ. Είχα ακούσει ότι έπρεπε να το επισκεφτώ. Το τραίνο έκανε μια διαδρομή που όμοιά της δεν είχα φανταστεί. Εδώ η αγριάδα του τοπίου και η θαλπωρή του θαυμάσιου βαγονιού όλα έμοιαζαν σα να είχαν βγει μέσα από παραμύθι. Οι καταρράκτες που έβγαιναν μέσα από κοφτερά βράχια, τα σπίτια με το ξύλο απ έξω σε συνδυασμό με τους ανθρώπους που με έβλεπαν ποιο φιλικά από ότι μέχρι τώρα μου ανέβασαν το ηθικό μου. Ίσως κιόλας να ένιωθα καλά γιατί αισθανόμουνα την μυρωδιά της θάλασσας μέσα από την επαφή μου με τους νορβηγούς. Η αλήθεια είναι ότι από τότε που πέρασα στην Νορβηγία μου είχε περάσει η μοναξιά της βόρειας Ευρώπης.
Δίπλα μου καθόταν μια κομψή γυναίκα γύρω στα σαράντα. Μπορούσες να διακρίνεις την ομορφιά που πέρασε και είχε αφήσει πίσω τις μόνο τα λεπτά χαρακτηριστικά. Η κούραση στο δέρμα των χεριών της ήταν φανερή. Τα ρούχα της ήταν ακριβά και συνδυασμένα με φινέτσα. Τα μάτια της ήταν έξυπνα και κάπως ανήσυχα. Το λεπτό ύφασμα διέγραφε ένα αδύνατο κορμί. Τα μαλλιά της ήταν ίσια και αεράτα. Έβγαλε μια ακριβή ταμπακέρα με επτά ελαφρά τσιγάρα. Είχα αμελήσει να αγοράσω καπνό ίσως γιατί έκανα υποσυνείδητα οικονομία και στην ποιο μικρή μου απόλαυση. Ζήτησα τσιγάρο. Με κέρασε και ξεκίνησε η κουβέντα.
-Από πού έρχεσαι; Με τι ασχολείσαι; Είναι οι δύο πρώτες ερωτήσεις γι αυτές τις περιπτώσεις. Δεν χρειάζεται πολύ για να καταλάβει κάποιος την πλήρη ένδεια ενός νέου που γυρίζει τον κόσμο έχοντας μόνο χρήματα για λίγο ψωμί λίγο γάλα και μερικά τσιγάρα. Παρ όλα αυτά αισθανόμουνα πολύ πλούσιος. Ήταν δασκάλα στο γυμνάσιο. Στην αρχή συζητήσαμε για το εκπαιδευτικό και σιγά σιγά έσπασε ο πάγος. Ήταν χωρισμένη με ένα παιδί και μου φάνηκε ότι με ζήλευε κυρίως για την ηλικία μου. Νόμιζε πως βρισκόταν στην αρχή του τέλους ενώ είχε απέναντί της κάποιον που είναι στην αρχή. Ο φόβος της που τόσο καλά έκρυβε ήταν ότι σε λίγο θα βρεθεί στο περιθώριο. Η ψυχή της επιθυμούσε ακόμη. Την ηλικία των ερώτων που είναι τόσο πολύ διαφημισμένη στην δυτική κοινωνία φάνταζε στη ψυχή της σαν την μοναδική ηλικία που αξίζει να ζει κανείς ήταν αναγκασμένη να εγκαταλείψει. Εξωτερικά κρατούσε την ψυχραιμία της αλλά κάποιες βαθιές ανάσες πρόδιδαν την αγωνία του παιδιού που το βγάζουν απ το παιχνίδι ενώ ήθελε να παίξει κι άλλο. Παρ όλα αυτά ήταν διακριτική, κέρασε καφέ με γάλα και ζάχαρη, ουσίες σημαντικές για έναν πεινασμένο οργανισμό, και καπνίσαμε μαζί τα τσιγάρα. Μου πρότεινε δειλά να φάμε μαζί στην πόλη που θα κατέβαινε…Η αλήθεια είναι ότι θα δεχόμουν αν δεν με πίεζε ο χρόνος. Έπρεπε να είμαι στο Νάρβικ σε δύο μέρες αν ήθελα να προλάβω να δω τον ήλιο του μεσονυκτίου. Με ενοχλούσε κιόλας ότι θα έπρεπε να είμαι κάτω απ την οικονομική κάλυψη. Μπορεί να μην είχα για φαγητό αλλά δεν δεχόμουνα τον ρόλο του εξαρτημένου σε μια σχέση σαν κι αυτή. Αρνήθηκα ευγενικά , με όλη την προσπάθεια να μη την πληγώσω. Αυτές της φορές αυτό που πληγώνει πάνω απ όλα είναι η ευγένεια.
Η τουαλέτα του τρένου εδώ και πολλές μέρες ήταν ο μοναδικός χώρος που μπορούσα μα κλειδώσω και να μείνω έστω και για λίγο μόνος ένας καθρέπτης μου έδειχνε έναν ταλαιπωρημένο άνθρωπο που είχε να κοιμηθεί σε κρεβάτι περίπου είκοσι μέρες. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και έπιασα το κεφάλι μου. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα τα χέρια μου να αγγίζουν το κρανίο μου. Το αισθάνθηκα και το φαντάσθηκα την ώρα που τα χέρια του εργάτη θα το ξεσκονίζουν απ τα χώματα όταν θα κάνουν την ανακομιδή των οστών μου. Προς στιγμή ένα ρίγος πέρασε απ όλο μου το κορμί. Η φθορά που φαινόταν στο κουρασμένο μου πρόσωπο και η αίσθηση του κρανίου μου ανάμεσα στα δυο μου χέρια δεν μου άφηναν καμία αμφιβολία: Ήμουν και εγώ όπως και η συνταξιδιώτισσα μου, βρωτός. Μέχρι τώρα το ήξερα λογικά, σήμερα το βίωσα κιόλας. Ναι είμαι νέος και είμαι στην αρχή αλλά υπάρχει το τέλος. Ξαφνικά ένιωσα τον χρόνο να ασκεί επάνω μου την απόλυτή του εξουσία, να έχει τη δύναμη να με βγάλει σταδιακά έξω απ το παιχνίδι της ζωής. Το χειρότερο όμως ήταν που αυτή την αλήθεια μου την περιέγραφαν οι αισθήσεις μου. Η προοπτική μου φαινόταν τελείως παράλογη και η παραδοχή της τρομερή. Η αντίδρασή μου: συγκρατημένος πανικός. Το παιχνίδι που θα χάσω έτσι κι αλλιώς πρέπει να το παίξω λίγο ακόμη. Το μέλλον διαγράφεται σαφέστατο μα η αναβολή του μου προσφέρει κάποια παρηγοριά.
Αρκεί να δει κάποιος διαφημίσεις γυμναστηρίων ή ινστιτούτων ομορφιάς για να καταλάβει την αγωνία του φθαρτού απέναντι στον χρόνο. Είναι ένας πόλεμος που ξέρουμε ότι σίγουρα θα τον χάσουμε. Αντιδρώντας στη φθορά η διαδικασία γίνεται πιο αργή και ίσως και πιο βασανιστική. Βλέπεις πολύ κόσμο να χάνει τον χρόνο του στα γυμναστήρια με αποκλειστικό σκοπό να τον κάνει να περνά αργότερα. Το τρομερό είναι ότι την γνωρίζουν αυτή την αντίφαση. Το ρολόι ρυθμικά αρπάζει κομμάτια απ το μέλλον και βίαια τα πετάει στο παρελθόν κι εμείς στεκόμαστε μάρτυρες ανήμποροι να αντιδράσουμε επάνω στην ελάχιστη διαχωριστική γραμμή του παρόντος. Τα ρολόγια, τα ημερολόγια και οι χρονολογίες έχουν γίνει οι πραγματικοί μας δυνάστες. Για να τους ξορκίσουμε γιορτάζουμε και τις γιορτές της φρίκης, τα γενέθλια και τις πρωτοχρονιές!
Ταραγμένος γύρισα στο κάθισμά μου και άρχισα να χαζεύω την υπέροχη φύση της Νορβηγίας. Παρακαλούσα μέσα μου να ερχόταν ο ανθρωπάκος μου, σίγουρα κάτι θα είχε να μου πει. Αυτή τη φορά θα επιχειρούσα να τον ακουμπήσω, το είχα πάρει απόφαση.

Κεφάλαιο 7ο


Το ταξίδι μου συνεχίζεται βόρεια, η ώρα είναι 11.30 και έξω απλά σουρουπώνει. Είναι ένα απαλό δειλινό που συνεχίζεται εδώ και ώρες. Δεν μπορώ να κοιμηθώ όσο έξω υπάρχει το φως της ημέρας, μιας μέρας που ξεκίνησε στις 1.30 και τελείωνε τώρα στις 11.30. ο ουρανός είναι κατακόκκινος και το τοπίο ήρεμο. Διασχίζουμε ξανά το έδαφος της Σουηδίας νομίζω. Διάφορα ξύλινα τούνελ κόβουν την συνέχεια του ρεμβασμού μου προς τα έξω. Η γλυκιά ηρεμία με έχει πλημμυρίσει πάλι. Θέλω να ζήσω τον φωτισμένο ουρανό χωρίς να προσμένω την δύση, χωρίς να υπάρχει το ορατό τέλος του φωτός μπροστά μου. Είναι ο ζωοδότης ήλιος που δεν δέχομαι να χάνεται κάτω απ τον ορίζοντα, είναι το στριφογύρισμα της γης που με κάνει να νιώθω σαν ταξιδιώτης στο διάστημα, είναι μια τρέλα που έχω αρπάξει δεν ξέρω αλλά η τάση μου να πάω όλο και ποιο βόρεια είναι σ αυτή την φάση ακαταμάχητη. Διψάω να ζήσω με όλο μου το κορμί αυτά που με την λογική δεν έχουν καμιά αξία.
Λίγες ώρες μακριά απ το Νάρβικ και η Ελλάδα με πλήγωσε ξανά. Είναι απέναντι μου και είναι γύρω στα είκοσι. Μιλάει ασταμάτητα και μάλιστα Ελληνικά. Βρίσκεται στη Σουηδία για ταξίδι και τον τρώει το άγχος να βρει λέει μια Σουηδέζα για να την προσθέσει στο μακρύ κατάλογο των ερωμένων του. Θέλει λέει να περνάει τον καιρό του, να σκοτώνει την ώρα του. Είναι μια έκφραση που ποτέ μου δεν κατάλαβα. Είναι ο άνθρωπος που φτύνει την ύπαρξή του με τον χειρότερο τρόπο. Όταν τον ρωτάς πως περνάει η απάντησή του είναι « ας τα λέμε καλά». Από μέσα του βγαίνει μια περιφρόνηση για την μοναδική περιουσία που έχουμε τον χρόνο μας. νομίζω πως η αυτοκτονία των δειλών είναι ακριβώς αυτή η απαξίωση του χρόνου τους. Σηκώθηκα και τον παράτησα χωρίς καμιά δικαιολογία. Το μόνο που μπορώ να κάνω σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να απομακρυνθώ. Είναι η μιζέρια που μπορεί να σε κατασπαράξει καθώς αυτοί οι άνθρωποι νομίζουν ότι όλος ο κόσμος είναι σαν κι αυτούς και εννοούν ξεδιάντροπα να παίζουν με την ηρεμία σου.
Η ώρα είναι 5μμ και το τρένο κόβει ταχύτητα. Από μακριά στην ταμπέλα του σταθμού ξεχωρίζει «ΝΑRVIK». Να που έφτασα στις 30 Ιουνίου! Η καρδιά μου χτυπά τρελά. Είναι μια πόλη με έντονο τον αέρα της θάλασσας. Πρέπει να είναι το τελευταίο μεγάλο λιμάνι προς τον βορρά. Αρχίζω να περιπλανιέμαι άσκοπα όπως έκανα όλο αυτό τον καιρό σε κάθε πόλη που συναντούσα. Παράλληλα άρχισα και την περιπλάνηση στις σκέψεις μου. Πολύ συχνά όλο αυτό τον καιρό ξυπνούσε μέσα μου και το θεριό της μοναξιάς και με ταλαιπωρούσε. Με ανάγκαζε να παλέψω με ένα σορό ερωτήματα. Αυτή τη φορά όμως η ηρεμία μου ήταν καταπληκτική. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν ότι η κούραση είχε βαρύνει τα πόδια μου και σε συνδυασμό με το ότι κουβαλούσα και το σακίδιο μου με ανάγκασε να ψάχνω για ένα παγκάκι. Απέναντι μου απλώνεται ο απέραντος Ατλαντικός και λίγες μοίρες ποιο πάνω ο ήλιος φλερτάρει με το νερό και με κάποια λίγα σύννεφα. Εγώ προσπαθώ να κρατηθώ ξύπνιος αλλά η κούραση δείχνει να κερδίζει, είναι κρίμα να περάσει αυτή η μοναδική μου φωτεινή νύχτα και να κοιμάμαι.
Ξαφνικά νιώθω πως δεν είμαι μόνος. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ήξερα καλά πως ο άνθρωπος που με ακολουθούσε εδώ και δυο μήνες θα ήταν και εδώ, κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το μέρος που τον γνώρισα. Αυτή τη φορά όμως ήμουν αποφασισμένος να λύσω το μυστήριο. Δεν θα τον άφηνα να φύγει χωρίς να δώσω τέλος σ αυτόν το παραλογισμό. Καθόταν και αισθανόμουνα την ομπρέλα της παρουσίας του να με καλύπτει και να μου προσφέρει την ζεστασιά του φίλου. Ένιωσα πάλι την ακατανίκητη διάθεση να τον ακουμπήσω. Το άγγιγμα είναι μια πράξη που φέρει τους ανθρώπους πολύ ποιο κοντά. Έχω την εντύπωση ότι η αφή είναι η κυρίαρχη αίσθηση σ όλες τις δυνατές στιγμές. Αδιάφορα κάπως βάζω το αριστερό χέρι μου δίπλα στο δικό του. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Μόλις λίγα εκατοστά απέχουν τα χέρια μας. Την ίδια ταραχή την είχα ζήσει όταν πριν από τρία χρόνια όταν καθόμουνα δίπλα απ το κορίτσι που αγαπούσα και ήμουνα έτοιμος να ακουμπήσω το χέρι της για πρώτη φορά. Και τότε η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Το στόμα μου το ένιωθα στεγνό και τα χέρια μου ιδρωμένα λες και όλος ο κόσμος ήταν εκείνο το άγγιγμα. Η καλή μου περίμενε και εγώ ανήμπορος απλά έσερνα τον εαυτό μου να κάνει αυτό που έπρεπε να γίνει εκείνη τη στιγμή… και ήρθε η λύτρωση. Όλες μου οι αισθήσεις είχαν συγκεντρωθεί εκεί στην άκρη του χεριού μου, ήταν το μήνυμα της ζωής που περνούσε μέσα απ τις παλάμες μας εκείνη τη στιγμή . Είχε γίνει αυτό που καρτερούσε. Τότε θυμάμαι τα δάχτυλά μας ιδρωμένα και αδέξια να μπλέκονται και η ψυχή μου να γεμίζει με άνοιξη. Τα χέρια δεν άργησαν να δώσουν την θέση τους στο στόμα και στις αγκαλιές και όλος ο κόσμος ήταν δικός μας.
Τώρα είναι τελείως διαφορετικά, είναι μια έμμονη ιδέα μια στραβοκεφαλιά να θέλω να ακουμπήσω αυτόν το μάγο που μπήκε στη ζωή μου, έναν άνθρωπο που είχε κατορθώσει να μου επιβάλει την παράλογη παρουσία του. Ήταν ο άνθρωπος που με είχε κάνει να τον σέβομαι και να τον αισθάνομαι και για φίλο, ήταν ένας δικός μου άνθρωπος. Απ την άλλη με εκνεύριζε τρομερά ότι δεν υπήρχε ισότητα στη σχέση μας, σχεδόν είχα καταντήσει μαθητής του και πολύ μου άρεσε η ιδέα ότι θα άλλαζε αυτή η κατάσταση σε περίπτωση που τον άγγιζα. Συνήθως αγγίζουμε τους ίσους μας. Τον κατώτερο τον απεχθανόμαστε και τον ανώτερο τον φοβόμαστε.
Κάτι τέτοιες στιγμές που παραπαίω μπροστά από μια απόφαση μου φαίνεται ότι ξεκινώ χωρίς να ξέρω πως και πότε έγινε αυτό. Είναι κάτι σαν τη βουτιά στη θάλασσα που όταν είσαι στον αέρα δεν έχει σημασία πότε και αν πήρες την απόφαση. Απλά πέφτεις το σώμα αυτονομείται και κινείται μόνο του. Κάπως έτσι ήμουνα όταν άρχισα να νιώθω τα δάκτυλά μου να παγώνουν. Η παγωνιά προχωρούσε γρήγορα σ ολόκληρο το χέρι μου. Ήταν μια παγωνιά κι ένα μούδιασμα μαζί. Κάνω να το κουνήσω και δεν αντιδρά… Το βλέπω να στέκεται ξερό και η αίσθηση να επεκτείνεται και στο υπόλοιπο σώμα μου. Δίνω διαταγή και έντρομος βλέπω ότι δεν κουνώ κανένα μέλος μου. Το μυαλό μου αρχίζει να πλημμυρίζει από χιλιάδες εικόνες που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Βλέπω μόνο φωτογραφίες απ τη ζωή μου και μόνο αυτές που κάποιες φορές είχαν καταφέρει να τρυπώσουν μέσα μου. Ένας συρφετός από δεκάδες ή εκατοντάδες στιγμές μου απ τη στιγμή που γεννήθηκα μέχρι τώρα. Είναι εικόνες που ενώ είναι κατακάθαρες σιγά σιγά θολώνουν, χάνουν την ζωντάνια τους και δεν τις ελέγχω.. Η αναπνοή μου σχεδόν έχει σταματήσει και η καρδιά μου χτυπάει που και που. Αδυνατώ να αντιδράσω, νομίζω πως σβήνω. Παρ όλα αυτά δεν νιώθω δυσάρεστα, έχω παραδοθεί. Η εικόνα του μου φαίνεται γνωστή μόνο που βλέπω ότι είναι νεκρός. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβω μια που είμαι κι εγώ στον κόσμο του. Νομίζω πως μοιάζει με τον πατέρα μου, τον κοιτάζω καλύτερα, δεν είναι ο πατέρας μου, είμαι εγώ ο ίδιος…Νομίζω πως βλέπω τον κόσμο από ψηλά να χάνεται και όλα να σβήνουν, οι σκέψεις, τα μάτια μου, τα πάντα.
Πρέπει να ήταν ένα κορνάρισμα ή το χέρι του αστυνομικού που με σκουντούσε όταν άνοιξα τα μάτια μου αυτό που πρώτο κατάλαβα. Σηκώνομαι και περπατώ παραπατώντας σαν χαμένος. Το κρύο με έχει περονιάσει, έχει ξημερώσει σκέφτομαι. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να μαντέψει την ώρα σ αυτό τον τόπο. Το ρολόι μου δεν λειτουργεί. Αν κρίνω από την κίνηση στο δρόμο θα πρέπει να έχουν περάσει πολλές ώρες. Η ζωή στο Νάρβικ έχει ξαναρχίσει πάλι. Βρίσκω ένα μαγαζί που προσφέρει καφέ και χώνομαι μέσα. Έχω την αίσθηση ότι τα πάντα γύρω μου είναι αλλιώτικα. Παραγγέλλω τον αγαπημένο μου καφέ με γάλα. Η γεύση, η μυρωδιά του καφέ, το φλιτζάνι που ακουμπά το χέρι μου, ο φρέσκος και υγρός θαλασσινός αέρας που πλημμυρίζει τα πνευμόνια μου είναι πληροφορίες που περνούν στο κάθε μου κύτταρο. Μου φαίνεται ότι ξύπνησα στο πραγματικό κόσμο από έναν ύπνο που κοιμόμουνα χρόνια τώρα. Είναι ένας κόσμος που υποψιαζόμουν την ύπαρξή του μόνο τις στιγμές της μέθης μου. Ρουφάω τον καφέ και ότι υπάρχει γύρω μου. Τα πνευμόνια μου γεμίζουν με αέρα και αυτό γίνεται σαν για πρώτη φορά. η ψυχή μου, την νιώθω, ορθώνεται από την κύφωση και κοιτάζει για πρώτη φορά τον ορίζοντα. Πριν από λίγο άγγιξα τον θάνατό μου και μου έδειξε τι είναι να ζω. Οι ανεπανάληπτες στιγμές μου με γεμίζουν περιφρόνηση για κάθε ελπίδα για το μέλλον, αισθάνομαι σαν τον κατάδικο που του δόθηκε χάρη και κατεβαίνοντας απ το ικρίωμα ρουφάει την ελευθερία πρώτη φορά στη ζωή του με το ατέλείωτο παρόν να τον μεθάει.
Και να που ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια μου και είδα. Είδα την αλήθεια μου να με κοιτάζει κατάματα και να με μαγεύει με τη δύναμή της και την ομορφιά της. Την βλέπω ολοζώντανη μπροστά μου να εξουσιάζει όλη μου την ύπαρξη και απορώ πως δεν την είχα αντιληφθεί τα τόσα χρόνια που πέρασα μέχρι σήμερα. Φαντάζει άσκοπη η ζωή που έζησα μακριά της… Είναι μια αλήθεια ζηλότυπη που δεν αντέχει καμιά άλλη να διεκδικεί κάποιο κομμάτι της ψυχής μου και εγώ να θέλω να την έχω κοντά μου σαν τον παθιασμένο εραστή που τρέμει να μη χάσει την ερωμένη του. Είναι η αλήθεια της ύπαρξής μου, κάτι που μέχρι χτες το θεωρούσα δεδομένο και το αδικούσα τόσο, σήμερα φαντάζει σαν μια καταπληκτική περιούσια που όμοιά της δεν είχε φανταστεί ούτε ο πλουσιότερος άνθρωπος. Γνώσετε την αλήθεια και αυτή ελευθερώσει υμάς. Πραγματικά αισθάνομαι ελεύθερος από κάθε ανάγκη από κάθε ελπίδα για το μέλλον μου από κάθε φόβο. Το ατέλειωτο παρόν που ζω δεν γνωρίζει ούτε την ανάγκη ούτε τον φόβο, το μόνο που αισθάνομαι είναι η παράταση της γλυκιάς ζωής που σαν αναπάντεχο δώρο με γεμίζει ευγνωμοσύνη και δύναμη. .
Γύρω μου τα ανθρωπάκια τρέχουν από δω και από κει τρομαγμένα έτοιμα να υποστούν και να υποφέρουν κάθε τι που τους προκύπτει είτε αυτό οφείλεται στην κακή τους τύχη είτε στην ίδια τους την φύση και παραπονιόνται και πανικοβάλλονται ένα όμως δεν μπορούν να καταλάβουν, ότι είναι φρικτά προσωρινά και ο πόνος και ο φόβος ο καρμίρης ζυμωμένοι με την ζωή τους οδηγούν τις απελπισμένες τους πράξεις. Τα ανθρωπάκια που χαροπαλεύουν και ταλανίζονται ανάμεσα στη επικράτηση και τη συμπόνια ανάμεσα στη βία και τον οίκτο. Πράξεις απελπισμένες και ανώφελες γεμίζουν τον φρικτό τους χρόνο περιμένοντας την επόμενη συμφορά. Η μόνη ελπίδα τους είναι οι γύρω τους οι οποίοι με τη σειρά τους μόλις απειληθούν τους εγκαταλείπουν.
Ο καταστροφέας της ζωής τους είναι ο φόβος που δηλητηριάζει την όποια ευχαρίστηση και καταρρακώνει την ελευθερία τους. Οι πράξεις τους κινούνται μεταξύ του αναγκαστικού του τετριμμένου και της ανεύθυνης φυγής. Τα φτερά της ψυχής τους ουδέποτε άνοιξαν και η κύφωσή της ουδέποτε ανορθώθηκε. Ακόμη και στις στιγμές της χαράς έχουν τη εσωτερική πληροφορία του ψεύτικου και του προσωρινού γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι αυτό που ζητούν. Προχωρούν παραπαίοντας και ψάχνοντας να βρουν κάπου την πλήρωση και την λύτρωση ξοδεύοντας ή συσσωρεύοντας τον πλούτο με την ίδια στάση πάντα, μια στάση ελπίδας για άντληση ευτυχίας από την μετουσίωση της δυστυχίας των άλλων.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

ΟΙ ΒΛΑΚΕΣ

Μια ενδιαφέρουσα μελέτη για την «αναγκαιότητα των βλακών εν τω συνχρώνω βίο» που παρουσίαζε τον τρόπο λειτουργίας των βλακών μου έδωσε την ιδέα να προσπαθήσω να συμπληρώσω και να επεκτείνω λίγο την σκέψη του μια που έχει γραφτεί πριν από πενήντα χρόνια και σήμερα το φαινόμενο βρίσκεται σε μεγαλύτερη έξαρση. Δυστυχώς τους βλάκες τους βλέπει κανείς ποια παντού. Ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια μπροστά μας στο δρόμο όταν οδηγούμε, στη δουλειά με την μορφή του προϊστάμενου, ή του συνεργάτη, στην τηλεόραση σαν δημοσιογράφοι, συζητητές ή και υπουργοί και όπου μπορεί κάποιος να φανταστεί. Είναι θα έλεγα μια επιδημία που κονεύει να κατακτήσει τα πάντα. Ακόμη και σε ευφυείς ανθρώπους μπορεί κάποιος να συναντήσει εκδηλώσεις που ανάγουν σε συμπεριφορές βλάκα. Το φαινόμενο έχει τάσεις επέκτασης. Πολύ συχνά μάλιστα μπροστά στα ακαταμάχητα πλεονεκτήματα του βλάκα, που θα αναλύσω παρακάτω, πολλοί ευφυείς αναγκάζονται να μιμηθούν την συμπεριφορά του. Είναι συμπεριφορές που συχνά αποδεικνύονται αποτελεσματικότερες και επειδή κανείς πια δεν τις καταγγέλλει υιοθετούνται ανερυθρίαστα όλο και περισσότερο.
Το καλό με μια τέτοια μελέτη είναι ότι γράφοντας για τους βλάκες και βλέποντας τα πράγματα από μια απόσταση έχεις την αίσθηση ότι δεν είσαι ένας απ αυτούς. Σχεδόν αναπόφευκτα διαχωρίζεις τον εαυτό σου από τους βλάκες και χωρίς καμία απόδειξη κατατάσσεσαι στους άλλους του ευφυείς κάνοντας το πρώτο λογικό σφάλμα, το οποίο σημειωτέον δεν είναι καθόλου δυσάρεστο. Θα προσπαθήσω να μην πέσω στην παγίδα γιατί πιστεύω ότι ο κάθε θνητός κρύβει μέσα του έναν βλάκα που καιροφυλακτεί να κάνει την εμφάνισή του. Η προσπάθεια μου είναι να βάλω θέματα για συζήτηση και λιγότερο να κάνω μια πλήρη ανάλυση σε ένα τόσο ευρύ πεδίο.
Η κοινωνία του είδους μας, και δίκαια, έχει πολύ μεγάλη υπόληψη στην εξυπνάδα. Ότι έχουμε κατακτήσει είναι αποτέλεσμα της καταπληκτικής αυτής λειτουργίας μας. Ποιος δεν ένοιωσε περήφανος για το είδος μας στο πρώτο του αεροπορικό ταξίδι ή ποιος δεν αισθάνθηκε δέος μπροστά στις απίστευτες ανακαλύψεις της φιλοσοφίας ή της τεχνολογίας; Αν είναι κάτι που αξίζει να θαυμάσουμε από την ιστορική μας διαδρομή είναι μόνο τα κατορθώματα του χαρισματικού εγκεφάλου. Για τον άλλο τον άνθρωπο με την περιορισμένη εμβέλεια του μυαλού του μένει η περιφρόνηση ή στην καλύτερη περίπτωση η συγκατάβαση. Ο άνθρωπος ενώ είναι έτοιμος να αποδεχτεί την όποια του αναπηρία αρνείται πεισματικά να παραδεχτεί ότι είναι ανάπηρος στον εγκέφαλο ακόμη και σε περιπτώσεις που είναι φανερότερο από τον ήλιο. Δεν συναντάς ενώσεις με καταστατικό που να δημιουργήθηκαν από τα ίδια τους τα μέλη και να έχουν σαν σκοπό να προωθήσουν τα δικαιώματα των βλακών. Ποιος θα ήταν διατεθειμένος να γραφτεί σε σύλλογο βλακών; Το σίγμα είναι ασήκωτο. Ακόμη και στις περιπτώσεις που αισθάνεται κάποιος μια δυσκολία στην κατανόηση εννοιών δηλώνει αδιαφορία, ή απέχθεια για το αντικείμενο, αλλά ποτέ το αίτιο που το κρατά μακριά από την ενασχόληση με κάτι πιο δύσκολο δεν θεωρεί ότι είναι η ανικανότητα του μυαλού του.
Υπάρχουν ορισμένοι που σιωπούν και ησυχάζουν και ενώ δεν τα καταφέρνουν με τις νοητικές τους λειτουργίες εν τούτοις συμπεριφέρονται με σοφία. Διότι κανείς δεν είναι σοφότερος από αυτόν που ξέρει τι δεν ξέρει και γνωρίζει να σιωπά. Απλά δεν κάνει ποτέ λάθος. Νομίζω πως όλοι ή σχεδόν όλοι βρισκόμαστε πολύ συχνά στη θέση να μην γνωρίζουμε ή να μη μπορούμε να καταλάβουμε κάτι χωρίς αυτό να και απόδειξη βλακείας. Σε τούτο διαφέρει ο αυθεντικός βλάκας, από τον απλό άνθρωπο τον σοφό, στο ότι ενώ δεν μπορεί να συλλάβει έννοιες ή αιτίες των γεγονότων που συμβαίνουν εν τούτοις ενεργεί και έχει άποψη. Ο βλάκας που είναι λαίλαπα για την κοινωνία μας αδυνατεί να παραδεχτεί την αδυναμία του, απλά την βιώνει με τον οδυνηρότερο τρόπο. Βρίσκεται σε μια αγωνιώδη και διαρκή προσπάθεια να αποδείξει στο εαυτό του και στους άλλους την αξία του μυαλού του και επειδή αυτό είναι αδύνατο, από τη μια αφιερώνει όλες (τις λίγες) πνευματικές του δυνάμεις στον απεγνωσμένο αυτό αγώνα, από την άλλη ζει και κινείται υπό το κράτος του φόβου της ευφυΐας. Ο βλάκας του οποίου θα δούμε διάφορες όψεις, παθαίνει πανικό όταν αντιληφθεί ότι κάπου υπάρχει ευφυΐα και όπως λέει και ο Λεμπέσης την πολεμάει λυσσαλέα σαν το ζώο που είναι στριμωγμένο στη γωνία. Η ευφυΐα γι αυτόν είναι η δύναμη που απειλεί να καταστρέψει ολόκληρο το οικοδόμημα που έκτισε στη ζωή του. Τρομάζει στην ιδέα ότι θα γίνει πρόδηλη η αδυναμία του. Απέναντι σ αυτή την τάση του ο βλάκας έχει αρωγό του μερικές προκαταλήψεις της κοινωνίας μας. Τα δόγματα ότι ο καθένας μπορεί και πρέπει να λέει την γνώμη του, επιβάλλεται να ψηφίζει για το ποιος είναι άξιος για πρωθυπουργός, και γενικά κάθε άποψη πρέπει να γίνεται σεβαστή προσφέρουν ένα επιπλέον επιχείρημα στον βλάκα να στηρίξει την άποψη ότι είναι ίδιος ή και καλύτερος από τους άλλους. Το παράλογο της υποχρεωτικής ψηφοφορίας, αν δεν έχει ιδιοτελείς σκοπούς από την εξουσία που βολεύεται να ψηφίζουν οι πάντες είτε γνωρίζουν είτε όχι, στερεί το δικαίωμα από τον ταπεινό που ξέρει την αδυναμία του απλά να απέχει. Δυστυχώς οι πόλεμοι που έκανε η ανθρωπότητα κατά της αυθαιρεσίας των καταχραστών της εξουσίας άφησε πίσω του μια στρεβλή δημοκρατία που εκμεταλλεύονται οι πάσης φύσεως βλάκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η διάγνωση της βλακείας διώκεται ποινικά ως ύβρης ακόμη και αν υπάρχουν αδιάσειστα επιχειρήματα για την απόδειξή της.
Η βλακεία είναι μια ιδιότητα που έχει χίλια πρόσωπα άλλα αλλά έναν και μοναδικό σκοπό. Θέλει να ευτελίσει την μικρή ζωή μας. Το πρώτο πρόσωπο που έρχεται στον νου είναι ο κλασικός βλάκας, ο χωριάτης. Μπορείς να τον καταλάβεις από μακριά από το ύφος του. Κοιτάζει λοξά, δείχνει οικείος αλλά η έμφυτη καχυποψία του είναι που σου σπάζει τα κόκαλα. Όση ώρα μιλάς αυτός θα απασχολεί τον νου του με την προσπάθεια να καταλάβει τον τρόπο που πας να τον ξεγελάσεις, να «του τη φέρεις». Σε ακούει προσεκτικά και ψάχνει να δει τι δόλιο έχεις στο μυαλό σου. Νομίζει ότι όλοι σκέφτονται σαν αυτόν. Οι λιγοστές πνευματικές του δυνάμεις είναι απασχολημένες από τις σκέψεις του συμφέροντος, και την αγωνία του άγνωστου. Η νοητική υπεροχή των άλλων τον απειλεί μόνιμα. Κάθε πλησίασμα μαζί του είναι μια εμπειρία αποξένωσης. Οι βλάκες γενικά στερούνται χιούμορ αλλά αυτός εδώ αδυνατεί να καταλάβει ακόμη και το πιο απλοϊκό. Τα αστεία του είναι τόσο τετριμμένα και τα επαναλαμβάνει τόσες φορές που καταλήγουν απόλυτα ανούσια. Η βαριά του φιλοσοφία αρχίζει και τελειώνει με κλισέ του στιλ «όλοι ίδιοι είναι», «όλα για τα λεφτά γίνονται» ή «όλοι για την κουτάλα ενδιαφέρονται» και άλλα τέτοια. Σίγουρα κρίνει από τον εαυτό του. Η ηθική του είναι ανεξήγητα συντηρητική κυρίως όταν πρόκειται για τους άλλους. Γενικά αυτοί που δεν έχουν τη δύναμη να επεξεργαστούν ούτε τις στοιχειώδεις έννοιες, αυτοί που αδυνατούν να κρίνουν, αυτοί είναι που κατακρίνουν τους άλλους. Όταν τον βλέπεις να σε κοιτάζει με ύφος επιτιμητικό κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του όλο νόημα και γεμάτος απόρριψη για τις απόψεις σου που πάνε λίγο πιο μπροστά την κοινωνία μας τότε μη φοβηθείς, απλά δεν σκέφτεται τίποτε. Το μόνο που απασχολεί τον περιορισμένο εγκέφαλό του είναι πως θα μπορέσει να κρύψει την αδυναμία του να επεξεργαστεί το καινούριο. Το βαθυστόχαστο ύφος κάθε βλάκα είναι ότι πιο κενό υπάρχει. Αυτός εκείνη την στιγμή είναι το φρένο της ανθρωπότητας, η δύναμη της αδράνειας που έχουν να αντιμετωπίσουν όλες οι δυνάμεις που επιχειρούν κάποια αλλαγή. Όταν όμως πρόκειται για τον εαυτό του τότε η όποια παρέκκλιση από τους κανόνες της κρατούσας ηθικής παρουσιάζεται απ τον ίδιο σαν άλλη μια απόδειξη της εξυπνάδας του. Το μόνο καλό που έχει αυτός ο βλάκας του λαϊκού τύπου είναι ότι είναι εύκολα αναγνωρίσιμος, και ως εκ τούτου λίγο επικίνδυνος. Τον βλέπει από μακριά και μπορείς να τον αποφύγεις. Το πρόβλημα είναι όταν για κάποιο λόγο τελείως τυχαίο πάρει στα χέρια του εξουσία, τότε η δύναμη του στα μάτια του γίνεται η πιο ατράνταχτη απόδειξη της προσωπικής του αξίας. Σε κάθε ευκαιρία προσπαθεί να βιώσει την χαρά της εξουσίας ασκώντας παράλογη βία. Κάθε επιβολή και καταπίεση στους συνανθρώπους του είναι γι αυτόν πηγή ηδονής γιατί του χαλαρώνει λίγο το φορτίο της αίσθησης της προσωπικής του απαξίας. Θα τον συναντήσει κάποιος στη θέση του λοχία στο στρατό ή στη θέση του μαντρόσκυλου στην εταιρία αλλά θα τον αναγνωρίσει αμέσως.
Άλλη κατηγορία είναι ο βλάκας ο πετυχημένος σε κάποιο τομέα, ο βλάκας με την αυτοπεποίθηση. Πολλές φορές η καλή τύχη η άκριτη αποφασιστικότητα ή η δυνατότητα ανόδου με ποταπά μέσα που διακρίνει έναν βλάκα τον φέρνει στην κατάσταση του επιτυχημένου είτε γιατί έκανε χρήματα είτε γιατί κατέλαβε ένα αξίωμα. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των βλακών να αδυνατούν να αξιολογήσουν προτεραιότητες όπως η αξιοπρέπεια, η φιλία και άλλα τους παρέχει την άνεση ανόδου στην ιεραρχία. Η επιτυχία σε συνδυασμό με το μόνιμο άγχος του βλάκα για την προσωπική του αξία του δίνει την ευκαιρία να κομπάζει για τα επιτεύγματά του. Είναι μια εκνευριστική μορφή βλάκα που νομίζει ότι τα γνωρίζει όλα και την αδυναμία του για συζήτηση την κρύβει πίσω από την δογματική εκφορά της βλακώδους άποψης του. Σ’ αυτή την κατηγορία βρίσκονται οι δοκησίσοφοι, οι άνθρωποι που αδυνατούν να ακούσουν τον παραμικρό προβληματισμό για τις απόψεις τους. αυτούς θα τους συναντήσεις μεταξύ των πετυχημένων επιχειρηματιών ή των ανθρώπων που έχουν κάποιο αξίωμα όπως στρατιωτικοί, διευθυντές, καθηγητές πανεπιστημίου, υπουργοί κλπ. Αυτού του είδους ο βλάκας είναι επικίνδυνος όταν αμφισβητηθεί. Παρουσιάζει ιδιαίτερη ροπή προς την εμπάθεια και πολύ δύσκολα ξεχνά το γκρέμισμα της εικόνας του. Ίσως είναι και το γνώρισμα που τον κάνει να ξεχωρίζει από τον ευφυή και γεμάτο με λογική αυτοεκτίμηση συνάδελφό του. Είναι ο βλάκας ο επικίνδυνος που πρέπει να αποφεύγεται. Πολύ συχνά αναρωτιόμαστε πως είναι δυνατόν ένας τόσο ψηλά ιστάμενος να έχει τόση μικρότητα. Η απάντηση είναι ότι κρύβει έναν βλάκα, έναν φοβισμένο βλάκα που η άνοδός του από την μια συντηρεί τον μύθο του από την άλλη όμως τον γεμίζει φόβο και ανασφάλεια από την αίσθηση ότι δεν αξίζει την θέση που κατέχει. Συνήθως η πτώση αυτών των βλακών γίνεται με πάταγο και είναι ένα στοιχείο διασκέδασης για τον πολύ κόσμο, είναι η ευγενική προσφορά γέλιου μια που αδυνατούν να το προσφέρουν με άλλο τρόπο ως στερούμενοι χιούμορ. Ο βλάκας του πετυχημένου στυλ είναι ο επιρρεπής στις κολακείες όντας αδύναμος να ξεχωρίσει την αξία που ποτέ δεν γνώρισε από αυτό που μόνιμα επιδιώκει την απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα το σχετικό με την προσωπική του αξία.
Η γνώση της αδυναμίας για συλλογισμούς και για σκέψη ωθεί τους βλάκες στην οικειοθελή απεμπόληση του δικαιώματος για σκέψη ρίχνοντάς τους στην αγκαλιά των πάσης φύσεως ιδεολογιών. Ο ιδεολόγος βλάκας που βρήκε μια ζεστή αγκαλιά μακριά από προβληματισμούς και σκέψεις. Μέσα σε ιδεολογικά κινήματα πάσης φύσης έχει ευχαρίστως απαλλαχτεί από το βάρος του προβληματισμού βρίσκοντας μέσω της καθοδήγησης απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα που του θέτουν οι άλλοι. Ο ίδιος όντας ανίκανος για προβληματισμό ουδέποτε μπήκε στον κόπο να θέσει κάποιο ερώτημα από αυτά που απασχολούν την ανθρωπότητα χιλιάδες χρόνια τώρα. Η ιδεολογία προσφέρει λόγο ύπαρξης, την αίσθηση του ανώτερου σκοπού και πολλές φορές δυνατότητα για εξουσία. Αυτό που απαιτεί είναι η άνευ όρων αποδοχή των αξιωμάτων, των πορισμάτων και των προσταγών της. Είναι ο ιδανικός πνευματικός τόπος για έναν βλάκα. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στους κόλπους της εγκλωβίζονται και ευφυή άτομα που απλά ενθουσιάστηκαν με την αρχική ιδέα και με τη βοήθεια του συναισθήματος αδυνατούν να ξεφύγουν. Η μοναδική διέξοδος στην ελευθερία που θέλει η σκέψη και στην ηδονή που ο σκεφτόμενος αποκομίζει απ αυτή του την λειτουργία είναι η προσπάθεια για αλλαγή κάποιων δογμάτων της όποιας ιδεολογίας για να τα κάνει πιο ανθρώπινα ή πιο σύγχρονα. Κάποιες φορές ο ευφυής ιδεολόγος καταφέρνει να προχωρήσει το σύστημα που υπηρετεί και να το κάνει σύγχρονο και ανθρώπινο, τις περισσότερες φορές καταλήγει με τον χαρακτηρισμό του αιρετικού, του αναθεωρητή και γίνεται βορρά στα νύχια των βλακών που στο πρόσωπό του βλέπουν ότι περισσότερο μισούν, την ελεύθερη σκέψη. Ο ιδεολόγος βλάκας έχοντας λύσει το πρόβλημα της ηθικής χάνει κάθε έλεγχο και κάθε αναστολή που στη διάρκεια της ζωής του απέκτησε και συχνά μετατρέπεται σε ιδιαίτερα σκληρό και επικίνδυνο ζώο που προσφέρει απλόχερα την δυστυχία. Η ιστορία των θρησκευτικών πολέμων, της ιεράς εξέτασης, του ναζισμού και των πάσης φύσεως «ισμών» μη εξαιρουμένων των «προοδευτικών», έχει να μας πει πολλά για την θηριωδία των βλακών. Ο χριστιανισμός με την μορφή που σήμερα παρουσιάζεται είναι μια χαρακτηριστική οργάνωση που ευνοεί σαν θερμοκήπιο την ανάπτυξη των βλακών. Το πρώτο που σου ζητάνε σαν αντάλλαγμα της όποιας απάντηση στη μεταφυσική σου ανησυχία είναι να σταματήσεις να σκέφτεσαι. Οι απαντήσεις τους δεν συζητιόνται. Η οποία συζήτηση έχει σαν σκοπό μόνο να σε πείσουν. Αμέσως μετά οι θυσίες που πρέπει να κάνεις αποφεύγοντας φυσικές ανάγκες όπως ο έρωτας εδραιώνουν μέσα σου και βιωματικά το παράλογο. Δεν αναφέρομαι στην ελεύθερη επιλογή ενός ασκητικού τρόπου ζωής αλλά αυτό είναι τόσο σπάνιο που καταντά εξαίρεση. Αν κάποιος θέλει να παρακολουθήσει ένα ρεσιτάλ αποχαύνωσης δεν έχει από το να πάει σε μια τυχαία αρχιερατική ομιλία. Εκεί κάποιος ντυμένος με χρυσοποίκιλτα και κρατώντας μία ράβδο πολύ συχνά ασελγεί πάνω στην λογική και εκμεταλλευόμενος το άσυλο της εκκλησίας απολαμβάνει την τέλεια υποταγή των πιστών που υπομένουν καρτερικά την ανούσια εκφορά του λόγου. Αν προστεθεί δε και το γλυκούλικο ύφος του ομιλούντος με την συρτή προφορά τότε εύλογα αναρωτιέται κάποιος για το πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο είδος.
Ο φυσικός χώρος όμως κάθε βλάκα είναι ο στρατός. Είναι ο τόπος που μπορεί να αναπτύξει και να ξεδιπλώσει όλη την χαρισματική του προσωπικότητα. Εκεί με νόμο απαγορεύεται η σκέψη, το σύστημα ευνοεί την εξουσία του βαθμοφόρου και οι όροι επιβίωσης του βλάκα είναι ιδανικοί. Μπορεί να καταλάβει εύκολα τους κανόνες του παιχνιδιού που δεν είναι και τόσο δύσκολοι και έχει απεριόριστο δικαίωμα να πολεμάει όποιον αποπειραθεί να σκεφτεί και να εκφράσει την σκέψη του. Εκεί ο βλάκας είναι ευτυχής διότι αν κατακτήσει κάποιο αξίωμα έχει απαντήσει και στο βασανιστικό ερώτημα της προσωπικής του αξίας το οποίο επιβεβαιώνει με την εξουσία που ασκεί σε ανθρώπους ευφυέστερους προς μεγάλη του ικανοποίηση. Τίποτε δεν προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση στον βλάκα από την επικράτησή του πάνω στον μεγαλύτερό του φόβο που προέρχεται από την ευφυΐα. Θυμίζει τον φόβο του ζώου απέναντι στον άνθρωπο. Στο στρατό αρέσκονται να λένε ότι ξεκινάει εκεί που τελειώνει η λογική και έχουν απόλυτο δίκιο. Η δικαιολογία της ύπαρξης του στρατού είναι το γεγονός ότι χρειάζεται γιατί υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι, υπάρχουν στρατοί και σε άλλες χώρες που επιβουλεύονται την ησυχία και την καλοπέραση μας. Μια φτηνή δικαιολογία που παραδόξως καλύπτει πλήρως τον αδύναμο εγκέφαλο. Η ευκολία με την οποία πείθονται οι βλάκες όταν πρόκειται για το συμφέρον τους είναι ακόμη ένα χαρακτηριστικό του ανάπηρου μυαλού τους. Θα συναντήσεις μέσα στις τάξεις του στρατού ανθρώπους που αισθάνονται τρόμο μπροστά στις ευθύνες. Η ανασφάλεια που συνοδεύει την βλακεία μέσα σ αυτό το θερμοκήπιο έχει την τιμητική της. Άνθρωποι ανίκανοι για τα απλούστερα γεμάτοι φόβους, ματαιοδοξία και σκληρότητα συνωστίζονται στις τάξεις των ενδόξων ενόπλων δυνάμεων. Οι συγκρουσιακές καταστάσεις είναι ίδιο των αδυνατούντων να έρθουν σε συνδιαλλαγή. Ο στρατός είναι ένα ευφυές κατασκεύασμα που φτιάχτηκε για να επανδρωθεί από ανθρώπους με μικρότερη ευφυΐα. Αυτό γίνεται πάντα οι ευφυείς κατασκευάζουν τις δομές και οι βλάκες τις επανδρώνουν. Οι βλάκες απλά δέχονται τα κατασκευάσματα των άλλων και μάλιστα τα υπεραμύνονται με περισσότερη ζέση και ορμή, μια που η ενστικτώδης φύση τους είναι επιρρεπής στις ανόητες συγκρούσεις. Το πρότυπο του στρατού δεν έμεινε χωρίς μιμητές. Οι περισσότερες επιχειρήσεις όλο και κάτι έχουν αντιγράψει από την δομή και τη λειτουργία του στρατού. Ο σκοπός είναι πάντα ο ίδιος, να γίνεται η δουλειά χωρίς να μπαίνουν παρεμβολές οι σκέψεις και οι προβληματισμοί. Η αφύσικη ιεραρχία αυτή που δεν καταλαμβάνει κάποιος με την προσωπική του αξία και την ακτινοβολία του αλλά με ανάθεση από «ανώτερους» είναι αυτή ευνοεί και εκτρέφει τους βλάκες για τους προφανείς λόγους. Το πρόβλημα είναι ότι ο μηχανισμός αναπαράγεται προς όφελος της επιχείρησης σε τομείς που απαιτείται η άβουλη εργασία. Τα πισώπλατα μαχαιρώματα οι σπιουνιές και η δουλική συμπεριφορά είναι ακριβώς το γνώρισμα του τόπου που επικρατεί η βλακοκρατία. Ο ευφυής είναι εκεί ανεπιθύμητος και μόνο για λόγους ανάγκης συχνά υπομένει.
Η αποθέωση του συστήματος της βλακοκρατίας βρίσκεται στα ανελεύθερα και δικτατορικά καθεστώτα. Εκεί που η έκφραση της σκέψης τιμωρείται με βαριές ποινές. Που θα έβρισκε κάποιος βλάκας ιδανικότερο περιβάλλον να επιζήσει και να αναπτύξει την λογική του βολέματος, της σπιουνιάς και παράλληλα την νομική του προστασία από τον κίνδυνο της σκέψης; Στη ιεραρχία των καθεστώτων αυτών θα συναντήσεις συρφετό από βλάκες, και από κάτω ένα ατελείωτο πλήθος χειροκροτητών. Η διαχείριση του τρόμου σαν πιο ενστικτώδης πράξη και πιο κοντά στα ζώα είναι η ειδικότητά τους. Όταν βασανίζουν ή σκοτώνουν το κάνουν κυρίως για να υπερισχύσουν της ευφυΐας τη οποία τόσο φοβούνται. Οι χούντες θα κατέρρεαν χωρίς τους βλάκες. Υπάρχουν βέβαια και οι χούντες που δεν έχουν κανέναν άνθρωπο στις τάξεις τους με στοιχεία εξυπνάδας. Φωτεινό παράδειγμα ήταν η χούντα των Συνταγματαρχών στη χώρα μας. Η ανοησία αυτών των ανθρώπων άφησε εποχή.Η πολυφωνία είναι κι αυτή ένα καταφύγιο βλακών. «Ο καθένας λέει την γνώμη του». Το ερώτημα είναι γιατί; Η αλήθεια είναι ότι οι βλάκες μισούν την ελευθερία της έκφρασης απλά και μόνο γιατί δεν έχουν τι να εκφράσουν. Τους ενοχλεί η κυρίως η βασανισμένη άποψη είτε γιατί δυσκολεύονται να την καταλάβουν είτε γιατί τους παρουσιάζει ανάγλυφα την αδυναμία τους για βαθύτερες προσεγγίσεις. Αντί λοιπόν να σιωπήσουν πράγμα που θα ήταν σοφό ,και βέβαια δεν θα μιλούσαμε για βλάκες αλλά για ανθρώπους που απλά αδυνατούν να παρακολουθήσουν, αντίθετα προσπαθούν απεγνωσμένα να εκτρέψουν την συζήτηση θολώνοντας όσο μπορούν τα νερά. Κρύβονται πίσω από το δόγμα του Βολτέρου για το δικαίωμα στην γνώμη και είτε αραδιάζουν κλισέ είτε επιφανειακές απόψεις ή ταυτολογίες αλλά ενίοτε και απλά λόγια του αέρα. Οι πολιτικοί είναι οι μετρ του είδους. Η επίκληση της πολυφωνίας, της δημοκρατίας και της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης δίνουν το δικαίωμα σε θρασείς βλάκες να παίρνουν το λόγο και ανερυθρίαστα να παραθέτουν κλισέ στην θέση επιχειρημάτων δημιουργώντας τόσο θόρυβο που να σκεπάζεται η όποια άποψη έχει κάποιο βάθος. Το χαρακτηριστικό αυτού του είδους των βλακών είναι ότι δεν ακούν καθόλου τον συνομιλητή τους, και προσπαθούν να επιβάλουν την άποψή τους ερίζοντας. Είναι μια συζήτηση που στερείται τελείως του σκοπού της από κοινού αναζήτησης απευθυνόμενη σε άτομα που είναι πεπεισμένα χρειάζονται όμως επιχειρήματα για να στηρίξουν την άποψή τους. Μια παρακολούθηση μιας αντιπαράθεσης στα τηλεοπτικά παράθυρα δίνει ένα τυπικό δείγμα μιας συζήτησης αυτού του είδους των ανθρώπων.